Ελληνικά

Η Μετά-Σοβιετική Σχολή Ιστορικής Πλαστογραφίας

3. Η Μέθοδος Ιστορικής Πλαστογράφησης του Θάτσερ

Έχω ήδη κάνει μία σύντομη αναφορά στη μέθοδο του Ίαν Θάτσερ. Ας επιστρέψουμε στο θέμα αυτό εξετάζοντας τρεις παραγράφους στην εισαγωγή της βιογραφίας του Θάτσερ για τον Τρότσκι.

Από την αφήγηση του Τρότσκι για το 1917 μόνο ο ίδιος αναδύεται με έντιμο τρόπο. Αν είχαν γίνει αποδεκτά το 1924 τα επιχειρήματα στα «Διδάγματα του Οκτώβρη,» τότε μόνο ένας μπορούσε να αντικαταστήσει τον νεκρό τώρα Λένιν, συγκεκριμένα ο Λέων Τρότσκι. Είναι, λοιπόν, απόλυτα κατανοητό, πως έχοντας κατηγορηθεί για τα αμαρτήματα του Μενσεβικισμού το 1917, οι συνεργάτες του Τρότσκι επιχείρησαν να διαψεύσουν τα «Διδάγματα του Οκτώβρη». Αυτό το έκαναν με μία σειρά από λόγους και άρθρα, τα οποία κατόπιν συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν στα Ρωσικά και σε μεταφράσεις σε μορφή βιβλίου.

Ηγετικά στελέχη των Μπολσεβίκων (συμπεριλαμβανόμενων των Κάμενεφ, Στάλιν, Ζινόβιεφ και Μπουχάριν) και βασικοί εκπρόσωποι της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κόμιντερν) και της Ένωσης Κομμουνιστικής Νεολαίας (Κομσομόλ) ισχυρίστηκαν ότι το δοκίμιο του Τρότσκι δεν ήταν μία γνήσια ιστορία της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αν, για παράδειγμα, κάποιος εξέταζε τα βασικά έγγραφα της εποχής και μία αυξανόμενη ποσότητα απομνημονευμάτων που έχουν δημοσιευθεί, τότε θα ανακάλυπτε πως, σύμφωνα με τους επικριτές του Τρότσκι, η εικόνα που παρουσίαζε ο ίδιος ήταν διαστρεβλωμένη. Το πιο αξιοσημείωτο ήταν ότι ο Τρότσκι είχε υποτιμήσει τους ρόλους που είχαν παίξει ο Λένιν και το Μπολσεβίκικο Κόμμα, και είχε μεγαλοποιήσει την δική του συνεισφορά. Ήταν λάθος, για παράδειγμα, ο ισχυρισμός πως το 1917 υπήρχε μία μακριά και επίμονη διαμάχη μεταξύ ενός Λένιν που επιχειρούσε να επανοπλίσει το κόμμα με τη Θεωρία της Διαρκούς Επαναστάσης του Τρότσκι και μιας δεξιάς Μενσεβίκικης παράταξης μέσα στο Μπολσεβίκικο Κόμμα. Στην πράξη, η ανάλυση των γεγονότων του 1917 από τον Λένιν αναπτύχθηκε μέσα από μία θεωρία της Ρωσικής Επανάστασης που υποστήριζε από παλιά. Από την στιγμή που ο Λένιν είχε πείσει τους συνεργάτες του για την ορθότητα της διαμορφωνόμενης στρατηγικής του, το κόμμα έδρασε με ενιαίο τρόπο για να εξασφαλίσει την νίκη. Στην διαδικασία αυτή, ούτε ο Λένιν ούτε το κόμμα επηρεάστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο από τον Τρότσκι ή τον Τροτσκισμό.

Πράγματι, καθώς υποστηρίζεται στην συνέχεια ενάντια στον Τρότσκι, όλη η ιστορία του Λενινισμού και του Μπολσεβικισμού πριν και μετά το 1917 ήταν μία ιστορία αντίθεσης προς τον Τροτσκισμό. Δυστυχώς, ο Τρότσκι δεν είχε καταφέρει να αντιληφθεί ότι ο μόνος λόγος που ήταν αποτελεσματικός το 1917 ήταν επειδή έδρασε κάτω από την καθοδήγηση του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Ποτέ δεν δεσμεύθηκε πλήρως για να γίνει Μπολσεβίκος. Αν είχε δεσμευθεί, τότε θα είχε κατασκευάσει μία εντελώς διαφορετική ιστορία. Για παράδειγμα, θα είχε παραδεχθεί τα παλιά και τα πρόσφατα λάθη του στον θεωρητικό καθώς και στον οργανωτικό τομέα. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα καταλάβαινε η νεολαία την πραγματική σχέση ανάμεσα στον Λενινισμό και τον Τροτσκισμό και πώς να αποφύγει τις αμαρτίες του τελευταίου. Τα «Διδάγματα του Οκτώβρη» ήταν μία απόπειρα του Τρότσκι να αντικαταστήσει τον Λενινισμό με τον Τροτσκισμό. Αυτό όμως ήταν κάτι που το Μπολεβίκικο Κόμμα δεν θα τον άφηνε να το κατορθώσει. Η ηγεσία καταλάβαινε τον κίνδυνο που αποτελούσε ο Τροτσκισμός, ο οποίος φανερώθηκε στην υποτίμηση της σημασίας της αγροτιάς από τον Τρότσκι, στις λανθασμένες πολιτικές του στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ειρήνης με τη Γερμανία, στην συζήτηση για τα συνδικάτα και στο θέμα της νομισματικής μεταρρύθμισης. (50)

Η σημασία των παραπάνω παραγράφων είναι πως αποτελούν παράδειγμα μιας υπερ-σκηνοθετημένης τεχνικής γλαφυρής ευφράδειας την οποία χρησιμοποιεί επανειλημμένα ο Θάτσερ για να καλύψει την πλαστογράφηση της ιστορίας που διαπράττει – δηλαδή, το κατασκεύασμα ενός φαινομενικά αντικειμενικού αφηγήματος μέσα από τις φατριαστικές δηλώσεις των θανάσιμων εχθρών του Τρότσκι. Σχεδόν όλα όσα γράφτηκαν στις παραπάνω τρεις παραγράφους είναι ψέματα. Ο Θάτσερ συνέταξε τις «κριτικές» ενάντια στον Τρότσκι από μία σειρά ψευδόλογων γραπτών επιθέσεων από τους Στάλιν, Ζινόβιεφ και Κάμενεφ τον Νοέμβρη και Δεκέμβρη του 1924 οι οποίες επιχειρούσαν να δυσφημίσουν την λαμπρή ανάλυση του Τρότσκι για τις πολιτικές διαφορές και διαμάχες μέσα στο Μπολσεβίκικο Κόμμα στην διάρκεια της κρίσιμης αυτής χρόνιας για την επανάσταση.

Τα Διδάγματα του Οκτώβρη του Τρότσκι διερεύνησαν γεγονότα και διαμάχες που οι Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν – των οποίων οι δεξιές και συμβιβαστικές πολιτικές τους έβαλαν σε διάφορες στιγμές σε αντίθεση με τον Λένιν το 1917 – δεν επιθυμούσαν να γίνουν δημόσια γνωστά. Ο Στάλιν και ο Κάμενεφ είχαν συμμαχήσει με τους Μενσεβίκους τον Μάρτιο του 1917, πριν από την επιστροφή του Λένιν στη Ρωσία. Τον Οκτώβρη του 1917 ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ αντιτάχτηκαν στην εξέγερση. Επιπλέον, ο ρόλος που έπαιξε ο Τρότσκι στην εξασφάλιση της νίκης των Μπολσεβίκων τον Οκτώβρη του 1917 μπορούσε να συγκριθεί μόνο με αυτόν που έπαιξε ο ίδιος ο Λένιν. Τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν στις παραπάνω παραγράφους κατασκευάστηκαν για να αποφύγουν τις επιπτώσεις από την κριτική του Τρότσκι στα Διδάγματα του Οκτώβρη και να καταστρέψουν την φήμη του σαν επαναστατικού ηγέτη. Καθώς έγραψε ο ιστορικός Ρόμπερτ Β. Ντάνιελς, οι κατηγορίες που έγιναν ενάντια στον Τρότσκι σαν αντίδραση στα Διδάγματα του Οκτώβρη «είτε ήταν καθαρές σκευωρίες ή υπερβολές πέρα από κάθε μέτρο – ήταν ο άνδρας που είχαν βαλθεί οι θιγμένοι ηγέτες να καταστρέψουν και όχι κάποιο δογματικό λάθος.» (51)

Ο Θάτσερ ούτε εξηγεί το πλαίσιο της επίθεσης κατά του Τρότσκι ούτε αμφισβητεί την αντικειμενική της ορθότητα. Υιοθετεί μία στάση μελετημένης αμεροληψίας καθώς παρουσιάζει ψέματα και σκευωρίες. Η «επιχειρηματολογία κατά του Τρότσκι» - όπως ο Θάτσερ χαρακτήρισε κατ’ευφημισμό την γιγαντιαία εκστρατεία συκοφάντησης από την γραφειοκρατία – είναι προικισμένη με λογική, αξιοπρέπεια και νομιμότητα. Στην πράξη, ο Θάτσερ προσφέρει τις σελίδες της βιογραφίας του σαν μία χωματερή για πολιτικές και ιστορικές πλαστογραφίες πάνω στις οποίες η αναδυόμενη γραφειοκρατία οικοδόμησε τον αγώνα της ενάντια στον Τρότσκι. Η ύπουλη και ανέντιμη αυτή τεχνική, στην οποία παλιά ψέματα παρουσιάζονται σαν ιστορικό αφήγημα, χρησιμοποιείται επανειλημμένα από τον Θάτσερ.

Ο «μύθος» του 1905

Ο Θάτσερ, όπως και ο Σουέιν, υπόσχεται να ξεσκεπάσει «βασικούς μύθους» για τη ζωή του Τρότσκι, όπως για τον ρόλο που έπαιξε στην επανάσταση του 1905. Ας εξετάσουμε πώς εκτελεί ο καθηγητής Θάτσερ το έργο αυτό. Καθώς ο κρίσιμος ρόλος του Τρότσκι στην επανάσταση του 1905 έχει γίνει καθολικά αποδεκτός από μελετητές ανά τον κόσμο, θα φανταζόταν κανείς ότι ο Θάτσερ θα αναγνώριζε πως μία αμφισβήτηση αυτής της ομοφωνίας χρειάζεται μία προσεκτική συγκέντρωση νέων στοιχείων και επιχειρημάτων. Όπως όμως προκύπτει, παρά το ότι η εισαγωγή του εκδότη επέστησε την προσοχή σε αυτό ακριβώς το θέμα (που επίσης αναφέρεται στο πίσω εξώφυλλο του τόμου), η «απομυθοποίηση» του ρόλου του Τρότσκι το 1905 από τον Θάτσερ δεν παίρνει περισσότερο από μία σχετικά σύντομη παράγραφο.

Ξεκινά γράφοντας πως «είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η ακριβής επιρροή που άσκησε ο Τρότσκι στην πορεία της Επανάστασης του 1905.» (52) Ναι, μπορεί να είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς την ακριβή επιρροή, υπάρχει όμως ένα σημαντικό σύνολο πληροφοριών που επιτρέπει ορισμένες τεκμηριωμένες κρίσεις για το βαθμό και την έκταση της επιρροής του. Πολυάριθμα απομνημονεύματα της εποχής μαρτυρούν την επιβλητική πολιτική του παρουσία. Ο Τρότσκι έγινε Πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης και ήταν συντάκτης σε δύο εφημερίδες, την Ρουσκάγια Γκαζέτα και την Νατσάλο, οι οποίες είχαν μεγάλη κυκλοφορία. Δείχνοντας σαν να πρόβλεπε την παραπάνω ένσταση, ο Θάτσερ ισχυρίζεται πως «δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε πόσος κόσμος επηρεάστηκε από την δημοσιογραφία του.» (53) Και πάλι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο του στο History Review τον Σεπτέμβρη του 2005, ο ίδιος ο Θάτσερ αναγνωρίζει πως η κυκλοφορία των δύο αυτών εφημεριδών θα μπορούσε να ήταν σε μέγεθος μέχρι 100.000, που ήταν τουλάχιστον 20.000 πιο μεγάλη από αυτές των αντιπάλων τους. (54) Στην βιογραφία του για τον Τρότσκι, ο Θάτσερ εισάγει απότομα μια νέα επιχειρηματολογία, η οποία είναι άσχετη με το θέμα της πολιτικής επιρροής του Τρότσκι στην επανάσταση του 1905. «Δεν είναι πιθανό» γράφει ο Θάτσερ, «να έφτασαν τα λόγια του σε πολλούς αγρότες. Απλά δεν είχε διασυνδέσεις με τα χωριά, και δεν υπήρχε μαζική διανομή των εκκλήσεων του στην αγροτιά.» (55) 

Αυτό είναι πραγματικά εκτός θέματος. Η επιρροή του Τρότσκι και του σύνολου του Ρώσικου Σοσιαλδημοκρατικού κινήματος το 1905 προερχόταν από την κοινωνική βάση που παρείχε το μαζικό προλεταριάτο των πόλεων. Το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης ήταν πολιτικό όργανο της εργατικής τάξης. Προέκυψε μέσα από ένα κύμα επαναστατικής δραστηριότητας της εργατικής τάξης το οποίο συμπεριλάμβανε και την μαζική γενική απεργία του Οκτώβρη 1905. Η αγροτιά πήρε μαζικά μέρος στις αναταραχές μόνο το 1906, στον απόηχο της καταστολής του υπό σοσιαλιστική ηγεσία κινήματος της εργατικής τάξης.

Ο Θάτσερ συνεχίζει: «Ακόμα και στην πρωτεύουσα, τον κύριο χώρο δράσης του, [ο Τρότσκι] δεν δημιούργησε ούτε ίδρυσε κάποιον ιδιαίτερο φορέα ή παράταξη. Δεν ήταν, για παράδειγμα, η κατευθυντήρια δύναμη πίσω από την εμφάνιση του Σοβιέτ των Εργατικών Αντιπροσώπων, παρόλο που μπορεί να ήταν αργότερα, καθώς καταγράφει κάποιος που συμμετείχε στα γεγονότα, ‘ο αδιαμφησβήτητος ηγέτης των Μενσεβίκων στο Σοβιέτ της Πετρούπολης’ [η έμφαση προστέθηκε].» (56) Όπως με το θέμα της αγροτιάς, έτσι και το ζήτημα των παραταξιακών σχέσεων του Τρότσκι προστίθεται σε όλα τα άλλα από τον Θάτσερ για κανένα άλλο λόγο από την απόπειρα κατασκευής επιχειρημάτων ενάντια στην εδραιωμένη καταγραφή της ιστορίας. Σε εκείνο το σημείο της ιστορίας του Ρώσικου Σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, οι ταυτότητες των διάφορων παρατάξεων ήταν πολύ πιο ρευστές από όσο επρόκειτο να γίνουν μέχρι το 1917. Πράγματι, η πολιτική θέση του Τρότσκι ενισχύθηκε από το γεγονός ότι η θέση του ήταν σχετικά ανεξάρτητη από τις κύριες πολιτικές παρατάξεις. Ας παρατηρήσουμε την αδέξια διατύπωση του Θάτσερ: «μπορεί να ήταν στην συνέχεια» ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Μενσεβίκων στο Σοβιέτ. Μόνο «μπορεί να ήταν»; Ο Θάτσερ δεν παρουσιάζει τίποτα που να αποδεικνύει το αντίθετο, παρόλο που μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αν το είχε βρεί σίγουρα θα το διακήρυσσε. Ωστόσο, συνεχίζει διατυπώνοντας ένα καινοφανές επιχείρημα. «Στα απομνημονεύματα του πρωθυπουργού της εποχής, του Κόμη Βίττε, ο Τρότσκι δεν αναφέρεται καθόλου ... αυτό απλά επιβεβαιώνει την περιορισμένη εντύπωση που έκανε ο Τρότσκι στην λαϊκή συνείδηση την εποχή εκείνη.» (57)

Αυτό είναι το επιχείρημα ενός πονηρού κατεργάρη και όχι ενός ευσυνείδητου μελετητή. Ο Κόμης Βίττε, ο πρωθυπουργός του τσάρου, αμέλησε να αναφέρει τον Τρότσκι στα απομνημονεύματα του! Αυτή την μοναδική λεπτομέρεια την επενδύει ο Θάτσερ με τεράστια ιστορική σημασία. Από την παράλειψη του Βίττε να αναφέρει τον Τρότσκι, ο Θάτσερ ισχυρίζεται πως μπορούμε να βγάλουμε μεγάλης εμβέλειας συμπεράσματα για την θέση του Τρότσκι στην λαϊκή συνείδηση το φθινόπωρο του 1905. Πρέπει να διερωτηθεί κανείς γιατί ο Θάτσερ δεν έχει κάνει καμμία αναφορά σε άλλα απομνημονεύματα, γραμμένα από άτομα που ήταν πιο εξοικειωμένα από τον κόμη Βίττε – έναν ηλικιωμένο αριστοκράτη που ένοιωθε πιο άνετα σε παλάτια και απέραντα δεντροφυτεμένα κτήματα – με όσα συνέβαιναν στις εργατικές συνοικίες της Αγίας Πετρούπολης; Ένα χαρακτηριστικό της ασυνείδητης και κακής ακαδημαϊκής μελέτης είναι η απόκρυψη και αγνόηση αποδεικτικών στοιχείων που αντιβαίνουν στα επιχειρήματα που προωθεί η μελέτη αυτή. Όμως αυτό ακριβώς έχει κάνει ο Θάτσερ. Για παράδειγμα, θα έπρεπε να φέρει στην προσοχή των φοιτητών αναγνωστών του τις αναμνήσεις του Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο οποίος συμμετείχε στην επανάσταση του 1905 σαν μέλος της παράταξης των Μπολσεβίκων. Στο περίφημο βιβλίο του Επαναστατικές Σιλουέτες, ο Λουνατσάρσκι παρέχει την εξής εκτίμηση για το ρόλο του Τρότσκι το 1905:

Η δημοτικότητα του ανάμεσα στο προλεταριάτο της Πετρούπολης την εποχή της σύλληψης του ήταν τεράστια και αυξήθηκε ακόμα περισσότερο σαν συνέπεια της γραφικής και ηρωικής του συμπεριφοράς στο δικαστήριο. Πρέπει να πω ότι από όλους τους σοσιαλδημοκρατικούς ηγέτες το 1905-06 ο Τρότσκι αναδείχτηκε αναμφίβολα, παρά την νεαρή του ηλικία, σαν ο πιο προετοιμασμένος. Έφερε λιγότερο από όλους την σφραγίδα ενός ορισμένου είδους στενής προοπτικής που είχαν οι απόδημοι (εμιγκρέδες) και η οποία, όπως έχω πει, επηρέαζε ακόμα και τον Λένιν την εποχή εκείνη. Ο Τρότσκι καταλάβαινε καλύτερα από όλους του άλλους τί σήμαινε η διεξαγωγή του πολιτικού αγώνα σε ένα ευρύ και εθνικό επίπεδο. Ξεπρόβαλε μέσα από την επανάσταση έχοντας αποκτήσει ένα τεράστιο βαθμό δημοτικότητας, ενώ ούτε ο Λένιν ούτε ο Μάρτωφ κέρδισαν στην ουσία κάποια δημοτικότητα. Ο Πλεχάνωφ έχασε σημαντικό κομμάτι της δημοτικότητας του, σαν συνέπεια της επίδειξης από αυτόν διφορούμενων καντετικών τάσεων. Ο Τρότσκι στεκόταν τότε στην πιο πρώτη σειρά. (58)

Ο Λουνατσάρσκι θυμήθηκε επίσης ένα περιστατικό κατά το οποίο ο Τρότσκι εγκωμιάστηκε, μπροστά στον Λένιν, σαν ο ισχυρός άντρας του Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης. Αυτή ήταν μία εποχή φατριαστικής διαμάχης ανάμεσα στον Λένιν και τον Τρότσκι, οπότε δεν θα άρεσε αναγκαία στον Λένιν να ακούει για τους πολιτικούς θριάμβους του αντιπάλου του. Σύμφωνα με τον Λουνατσάρσκι, «το πρόσωπο του Λένιν σκοτείνιασε για μια στιγμή, και μετά είπε: «Καλά λοιπόν, ο Τρότσκι τον κέρδισε [τον τίτλο], με το λαμπρό και ακούραστο έργο του.» (59)

Ο Θάτσερ επέλεξε να μην αναφέρει μία άλλη σύγχρονη συλλογή απομνημονευμάτων – αυτή του Μενσεβίκου ηγέτη Θεοντόρ Νταν – η οποία δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την πολιτική επιρροή του Τρότσκι το 1905. Η πολιτική προοπτική με την οποία συνδέεται σήμερα ο Τρότσκι – η αναγνώριση του προλεταριακού και σοσιαλιστικού χαρακτήρα της επανάστασης – συνέλαβε την φαντασία σημαντικών δυνάμεων μέσα στις τάσεις τόσο των Μπολσεβίκων όσο και Μενσεβίκων.

Ο Νταν θυμόταν πως «στην πράξη τόσο οι Μενσεβίκοι όσο οι Μπολσεβίκοι σπρώχτηκαν προς τον ‘Τροτσκισμό.’ Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ο ‘Τροτσκισμός’ (ο οποίος την εποχή εκείνη, σίγουρα, δεν είχε ακόμη όνομα), έγινε, για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας, η ενωτική της πλατοφόρμα. Συνεπώς δεν ήταν επίσης τυχαίο πως μετά την σύλληψη του Κρουστάλυωφ (τον Νοέμβρη), τον προέδρο του Σοβιέτ των Εργατικών Αντιπροσώπων της Πετρούπολης, ήταν ακριβώς ο Τρότσκι ... που έγινε ο φυσικός του διάδοχος, χωρίς να αμφισβητείται από κανένα – για τις λίγες μέρες ζωής που το ίδιο το Σοβιέτ είχε ακόμα.» (60)

Η παράλειψη του Θάτσερ να παραθέσει σημαντικές πηγές από αυτόπτες μάρτυρες που αντικρούουν και διαψεύδουν την απόπειρα του να αμφισβητήσει το ρόλο του Τρότσκι στην επανάσταση του 1905, απαξιώνει όχι μόνο την βιογραφία του αλλά επισκιάζει επιπλέον την ακεραιότητα του σαν ιστορικού. Πρέπει να επισημάνω ότι η ανάρμοστη μεταχείριση του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος από τον Θάτσερ, δηλαδή, ο ρόλος του Τρότσκι το 1905, δεν είναι ένα μεμονωμένο επεισόδιο. Είναι αντιπροσωπευτική της μεθόδου που χρησιμοποιεί ο Θάτσερ μέσα σε όλη την βιογραφία του για να δυσφημίσει τον Τρότσκι.

Η πλαστογράφηση της ενδοκομματικής διαμάχης από τον Θάτσερ

Ο τρόπος που χειρίζεται ο Θάτσερ τον πολιτικό αγώνα που εκδηλώθηκε μέσα στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είναι μία παρωδία συγγραφής επιστημονικής έρευνας. Όπως και στην εισαγωγή, ο Θάτσερ ενσωματώνει τα επιχειρήματα των παραταξιακών αντιπάλων του Τρότσκι σε αυτό που επιχειρεί να παραστήσει σαν μία αντικειμενική παρουσίαση ιστορικών γεγονότων. Για παράδειγμα, σε ένα κρίσιμο τμήμα της βιογραφίας που ασχολείται με το ξέσπασμα της ενδοκομματικής διαμάχης τον Οκτώβρη του 1923, ο Θάτσερ γράφει ότι ο Τρότσκι «ανάλαβε το αντιγραφειοκρατικό του πρόγραμμα με το συνηθισμένο του πάθος και αίσθηση επείγουσας ανάγκης, πιστεύοντας πως το κόμμα έμπαινε σε μία νέα εποχή μέσα από την οποία μόνο οι δικές του μέθοδοι, θα εξασφάλιζαν ένα ασφαλές πέρασμα [η έμφαση προστέθηκε].» (61)

Ο Θάτσερ συνεχίζει:

Οι συνεργάτες του μέσα στους ηγετικούς φορείς του κόμματος δεν ήταν, ωστόσο, πεπεισμένοι. Αμφέβαλαν εάν τα πράγματα ήταν τόσο άσχημα όσο τα παρουσίαζε ο Τρότσκι. Ναι, υπήρχαν οικονομικά προβλήματα, όμως αυτά ήταν εντελώς αναμενόμενα. Όπως και να είναι, δεν υπήρχε επικείμενος κίνδυνος κατάρρευσης. Το κόμμα πρόβλεπε αρκετά χρόνια σκληρής και σταθερής δουλειάς πριν μπορέσει να ισχυριστεί ότι έχει αποκαταστήσει πλήρως την οικονομία. Καθώς έβλεπαν το κόμμα, οι σύντροφοι του Τρότσκι ισχυρίζονταν πως μπορούσαν να επαινέσουν τους εαυτούς τους για την διαπαιδαγώγηση μιας νέας γενιάς στελεχών. Η εισροή αυτού του φρέσκου αίματος θα επέσπευδε αναμφίβολα την εκπλήρωση σημαντικών έργων. Έχοντας απορρίψει την ανάλυση του Τρότσκι για τα φανταστικά δεινά που περιστοίχιζαν το καθεστώς, η πλειοψηφία των παλιών Μπολσεβίκων αναρωτιόταν αν μπορούσε να του εμπιστευθεί την διαμόρφωση υγιών και συνετών πολιτικών. Αν ο Τρότσκι είχε την τάση να υπερβάλλει τις δυσκολίες, ήταν επιπλέον, καθώς ισχυρίζονταν, υπερβολικά αόριστος στις λύσεις που πρότεινε. Για την πλειοψηφία του Πολιτικού Γραφείου, ο Τρότσκι ήταν μέρος ενός προβλήματος και όχι μιας απάντησης. Για παράδειγμα, αν τον ανησυχούσε η έλλειψη συστηματικής ηγεσίας, τότε γιατί δεν παραβρέθηκε σε σημαντικές συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβούλιου και του Εργατικού και Αμυντικού Συμβούλιου; Λίγες ήταν οι ενδείξεις ευσυνειδησίας στις εργασιακές συνήθειες του Τρότσκι. Υπήρχε επιπλέον μια αξιοσημείωτη έλλειψη συγκεκριμένων προτάσεων από τον Τρότσκι. Αυτό δεν ήταν καθόλου εκπληκτικό, εφόσον το ιστορικό των πολιτικών του ήταν κάθε άλλο παρά ευοίωνο. Σε πρόσφατες εποχές, ο Τρότσκι είχε υποστεί μια σειρά από ήττες καθώς είχε αντιταχτεί στον Λένιν σε διάφορα θέματα, ανάμεσα στα οποία ήταν η συνθήκη του Μπρέστ-Λιτόβσκ και τα συνδικάτα. Για τους συνεργάτες του, οι δυσαρέσκειες του Τρότσκι δεν ήταν ριζωμένες στην πραγματικότητα αλλά σε ένα πληγωμένο αίσθημα περηφάνειας που πήγαζε από προσωπικές απογοητεύσεις. Έτσι, ο Τρότσκι δεν θα μπορούσε να ήταν ικανοποιημένος όταν, τον Απρίλη του 1923, το Δωδέκατο Συνέδριο παραμέρισε την μαχητικότερη προσέγγιση του στα θρησκευτικά θέματα. Τον Σεπτέμβρη του 1923 ο Τρότσκι ήταν σίγουρα αναστατωμένος από τις αλλαγές προσωπικού στην Στρατιωτική-Επαναστατική Επιτροπή. Το τελικό και το πιο ενοχλητικό περιστατικό για τον Τρότσκι ήταν όταν αρνήθηκε η Κεντρική Επιτροπή να του παραχωρήσει δικτατορικές εξουσίες. Ο Τρότσκι προειδοποιήθηκε ότι οι αβάσιμες κριτικές του ενθάρρυναν αντικομματικές πλατφόρμες, καθώς διέσπειραν περιττή αναστάτωση σε σημαντικές κομματικές εργασίες και απειλούσαν ένα πόλεμο ανάμεσα στις παλιότερες και τις νεότερες γενιές. (62)

Αυτό το απόσπασμα, όπως έχει γραφτεί από τον Θάτσερ, δημιουργεί την εντύπωση ότι η πλειοψηφία στο Πολιτικό Γραφείο – στο οποίο ο Θάτσερ αναφέρεται κατ’ευφημισμό σαν «οι σύντροφοι του Τρότσκι» - αντιδρούσε στην κριτική του Τρότσκι με συγκρατημένο και λογικό τρόπο. Αντιμετώπιζε στο πρόσωπο του Τρότσκι μία κάπως απρόβλεπτη προσωπικότητα με την οποία ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συνεργαστεί κανείς. Ενοχλούσε τους «συνεργάτες» του με υπερβολικές προειδοποιήσεις και παράλογες απαιτήσεις, καθώς αμελούσε να εκτελέσει τα καθήκοντα για τα οποία ήταν υπεύθυνος. Επιπλέον, ο Τρότσκι είχε ατελή αντίληψη της πραγματικότητας και ένα προϊστορικό πρόκλησης προβλημάτων, ακόμα και με τον Λένιν, υποκινούνταν από υποκειμενικές πικρίες και, το χειρότερο από όλα, απαιτούσε δικτατορικές εξουσίες. Η παρουσίαση του Θάτσερ καλεί ολοφάνερα τους φοιτητές του να διαμορφώσουν μια αρνητική γνώμη για τον Τρότσκι και το πολιτικό του έργο.

Αυτό που δεν έχει μεταφέρει ο Θάτσερ στους αναγνώστες του είναι ότι το παραπάνω κείμενο είναι η δικιά του μεροληπτική παράφραση ενός δόλιου και ανέντιμου παραταξιακού ντοκουμέντου το οποίο γράφτηκε στις 19 Οκτώβρη 1923 από τους σφοδρούς πολιτικούς αντίπαλους του Τρότσκι - στους οποίους ο Θάτσερ αναφέρεται υπνωτικά σαν «σύντροφους» και «συνεργάτες» - σε απάντηση στην σημαντική επιστολή του Τρότσκι της 8 Οκτώβρη 1923 και στην περίφημη αντιπολιτευτική «Επιστολή των 46» της 15 Οκτώβρη 1923. Δεν υπάρχουν ούτε εισαγωγικά ούτε υποσημειώσεις. Δεν υπάρχει καμμία καθαρή ένδειξη από τον Θάτσερ ότι τα επιχειρήματα που με τόσο καλοκάγαθο τρόπο συνοψίζει, ήταν στην ουσία ένας σωρός από παραταξιακά υποκινούμενα ψέματα και μισές αλήθειες. (63)

Ούτε ενημερώνει ο Θάτσερ τους αναγνώστες του πως ο Τρότσκι ετοίμασε μία δηκτική απάντηση στο γράμμα αυτό, που απέστειλε στις 23 Οκτώβρη 1923 για να διαψεύσει τις κατηγορίες των Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν οι οποίοι είχαν σχηματίσει μία παράταξη χωρίς αρχές ενάντια στον Τρότσκι γνωστή σαν Τριανδρία.

Δεν έχει παρά να ανατρέξει κάποιος στην Μεσοβασιλεία του Ε. Χ. Καρρ, όπου γίνεται ανασκόπηση του υλικού αυτού (ή τουλάχιστον το τμήμα του που είχε έρθει στο φως ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950), για να αναγνωρίσει τον σκόπιμα παραπλανητικό χαρακτήρα της προσέγγισης του Θάτσερ. Ο Καρρ παραθέτει κείμενα από την «δηκτική απάντηση» του Τρότσκι στην Τριανδρία, και δεν αφήνει καμμία αμφιβολία για το πού βρισκόταν η αλήθεια στην ανταλλαγή αυτή. (64)

Η ομιλία του Τρότσκι στο 13ο Συνέδριο

Ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του Ντόιτσερ σαν βιογράφου ήταν η απεικόνιση του ηρωισμού και της συναισθηματικής δύναμης στην πάλη του Τρότσκι, κάτω από αυξανόμενα δύσκολες περιστάσεις, ενάντια στην τεράστια και αντιδραστική γραφειοκρατία που παρατάχτηκε εναντίον του. Ο Θάτσερ, αποφασισμένος να εξαλείψει την ιστορική καταγραφή γεγονότων, χρησιμοποιεί ρητορικά κόλπα, τα οποία είναι ασυμβίβαστα με τη σοβαρή επιστημονική μελέτη, για να υποβιβάσει τον αγώνα του Τρότσκι και να τον απεικονίσει με άσχημο και υποτιμητικό τρόπο. Πρέπει και πάλι να επισημάνω την παραπλανητική χρήση του των παραπομπών. Αναφερόμενος στην κύρια ομιλία του Τρότσκι προς το 13ο Κομματικό Συνέδριο τον Μάη του 1924 ο Θάτσερ γράφει, «Ήταν, έχει υποστηριχτεί, ‘η πιο άστοχη ομιλία της σταδιοδρομίας του.’» (65)

Ποιός ήταν, αναρωτιέται κανείς, ο αρχικός συγγραφέας της καταδικαστικής αυτής κρίσης; Ήταν, ίσως, γραμμένη από κάποιον που συμμετείχε στο Συνέδριο, έναν αντίπαλο ή υποστηριχτή του Τρότσκι; Καθώς προκύπτει, η πηγή βρίσκεται σε ένα τόμο, που εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο το 1974, με τίτλο Ψηφίσματα και Αποφάσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Ο τόμος αυτός συμπεριλαμβάνει μια σειρά εγγράφων από το 13ο Συνέδριο με μία σύντομη εισαγωγή από τον συντάκτη του τόμου, τον καθηγητή Ρίτσαρντ Γκρέγκορ. Ο Γκρέγκορ γράφει ότι «η ομιλία [του Τρότσκι] θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ο πιο άστοχη της σταδιοδρομίας του.» (66) Δεν προσφέρει κανένα επιχείρημα για να τεκμηριώσει την αξιολόγηση αυτή, και η ίδια η ομιλία δεν έχει αναπαραχθεί. Επιπλέον, ο Γκρέγκορ δεν είναι καθόλου ένας ιστορικός στον οποίο απευθύνεται κάποιος για μία καλά μελετημένη και αμερόληπτη κρίση για την Σοβιετική πολιτική. (67) Εκτός από τον χρήσιμο σκοπό του υποβιβασμού του Τρότσκι, δεν υπάρχει κάποιος επιτακτικός λόγος για την παράθεση του φευγαλέου αυτού σχόλιου για την ομιλία προς το 13ο Συνέδριο σαν να ήταν μία έγκυρη κρίση.

Ας κάνουμε μία περαιτέρω εξέταση του τρόπου με τον οποίο ο Θάτσερ χειρίζεται την ομιλία του Τρότσκι προς το 13ο Συνέδριο, η οποία έκλεισε με την περίφημη και συχνά αναφέρομενη φράση, «Ορθό ή λανθασμένο αυτό είναι το κόμμα μου και θα πάρω κάθε ευθύνη για τις αποφάσεις του μέχρι το τέλος.» Ο ίδιος ο Θάτσερ παραθέτει αρκετές προτάσεις από την ομιλία του Τρότσκι, συμπεριλαμβανόμενης και αυτής που παραθέσαμε παραπάνω. Στην συνέχεια γράφει, «δεν υπήρχε έτσι λόγος για να διαμαρτυρηθεί ο Τρότσκι όταν το 13ο Συνέδριο επιβεβαίωσε το ψήφισμα της 13ης Σύσκεψης ενάντια στον Τρότσκι.» (68) Όπως φαίνεται το όλο θέμα είναι μάλλον ξεκάθαρο. Ο Τρότσκι είπε, το κόμμα μου ορθό ή λανθασμένο, οπότε πως μπορούσε να έχει αντίρρηση όταν αυτό εγκρίνει ένα ψήφισμα εναντίον του; Ο Θάτσερ όμως έχει παρακρατήσει από τους αναγνώστες του εκείνα τα αποσπάσματα που δείχνουν ότι η ομιλία του Τρότσκι ήταν πολύ πιο διεισδυτική και μαχητική από όσο υποδηλώνει η παραπομπή στο κείμενο του Θάτσερ. Ο Τρότσκι αναφέρει εμφατικά τις διαφωνίες του με το ψήφισμα, και αναλαμβάνει την ευθύνη να προβάλει επιχειρήματα ενάντια σε εκείνες τις πολιτικές που θεωρεί εσφαλμένες. (69) Παρουσιάζοντας μία λογοκριμένη παράθεση, ο Θάτσερ παραποιεί την θέση του Τρότσκι και νομιμοποιεί τις ενέργειες που πήραν εναντίον του οι αντίπαλοι του.

Ο Θάτσερ πλαστογραφεί την σχέση Λένιν-Τρότσκι

Ο Θάτσερ υποστηρίζει ότι «η σχέση του Λένιν με τον Τρότσκι ήταν πολύ προβληματική.» Ισχυρίζεται ότι στην πολιτική Διαθήκη του Λένιν τον Δεκέμβρη του 1922 «στον Τρότσκι δεν δόθηκε καλύτερη σύσταση από όσο σε κάποιον άλλο σύντροφο.» Αυτό δεν είναι αλήθεια. Παρόλο που εξέφρασε επιφυλάξεις για την «υπερβολική αυτοπεποίθηση» του Τρότσκι και «την υπερβολική του ενασχόληση του με την καθαρά διοικητική πλευρά της εργασίας», ο Λένιν είπε πως ο Τρότσκι «διακρινόταν για τις εξαιρετικές του ικανότητες» και «προσωπικά ίσως το πιο ικανό άτομο στην σημερινή Κ.Ε. [Κεντρική Επιτροπή]...» (70) Η ίδια Διαθήκη προειδοποιούσε για την συσσώρευση «απεριόριστης εξουσίας συγκεντρωμένης στα χέρια του [Στάλιν] ... » (71) Η περίφημη προσθήκη του Λένιν στην Διαθήκη του, την οποία ο Θάτσερ παραλείπει να αναφέρει, προέτρεπε την Κεντρική Επιτροπή να απομακρύνει τον Στάλιν από την θέση του γενικού γραμματέα. (72) Ο Θάτσερ έπειτα γράφει: «Είναι απίθανο ότι ο Λένιν έδωσε στον Τρότσκι την σφαγίδα της έγκρισης του για την θέση του ηγέτη επειδή, ακόμα και το 1922-23 όταν βασιζόταν στον Κομμισάριο του Πολέμου για να παρουσιάσει μερικές από τις απόψεις του, παράμενε καχύποπτος απέναντι του. Ο βιογράφος του Λένιν έχει τονίσει ότι θα είχε ξεφορτωθεί τον Τρότσκι στην επόμενη διαθέσιμη ευκαιρία [η έμφαση προστέθηκε].» (73)

Αυτή είναι μια σκόπιμα παραπλανητική και εσφαλμένη παρουσιάση. Πολυάριθμες ιστορικές μελέτες έχουν εδραιώσει, βασισμένες σε ένα καλά τεκμηριωμένο ιστορικό, ότι οι τελευταίοι μήνες της ζωής του Λένιν κυριαρχούνταν από την αυξανόμενη καχυποψία και εχθρότητα του πρός τον Στάλιν. Η αυξανόμενη δυσπιστία του Λένιν προς τον Στάλιν εκφράστηκε σε αρκετά έγγραφα που έγραψε τους μήνες και τις εβδομάδες πριν την αποπληξία που έδωσε τέλος στην σταδιοδρομία του τον Μάρτη του 1923. Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, ο Λένιν ερχόταν όλο και πιο κοντά στον Τρότσκι, τον οποίο θεωρούσε σαν τον πιο σημαντικό του σύμμαχο στην αναπτυσσόμενη πάλη ενάντια στον Στάλιν. Αλλά ας παραδεχτούμε ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην κρίσιμη περίοδο μεταξύ του Δεκέμβρη του 1922 και του Μάρτη του 1923 αφήνουν περιθώριο για ποικίλες ερμηνείες. Παραμένει ακόμα όμως η αναφορά του Θάτσερ στο υποτιθέμενο εύρημα του «βιογράφου του Λένιν», πως αν ο Λένιν είχε επιζήσει, «θα είχε ξεφορτωθεί τον Τρότσκι στην επόμενη διαθέσιμη ευκαιρία.»

Ο βιογράφος που αναφέρεται στην σχετική υποσημείωση είναι ο Ρόμπερτ Σέρβις, συγγραφέας μιας τρίτομης μελέτης για τον Λένιν. Δεν είναι το κατάλληλο μέρος εδώ για μία αξιολόγηση της ποιοτικής αξίας της βιογραφίας του κ. Σέρβις, για την οποία δεν έχω μεγάλη εκτίμηση. Το θέμα όμως που μας απασχολεί εδώ είναι η χρήση παραπομπών από τον Θάτσερ. Πηγαίνοντας στις σελίδες 273-274 της βιογραφίας του Σέρβις (σύμφωνα με την υποσημείωση του Θάτσερ), δεν υπάρχει καμμία αναφορά σε κάποιο σχέδιο του Λένιν να ξεφορτωθεί τον Τρότσκι. Στην πραγματικότητα, ο Σέρβις προσφέρει μία εντελώς διαφορετική εκτίμηση των σχεδίων του Λένιν. Παρόλο που στο παρελθόν, σύμφωνα με τον Σέρβις, ο Λένιν είχε χρησιμοποιήσει τον Στάλιν για να συγκρατήσει τον Τρότσκι, «οι διαμάχες με τον Στάλιν πάνω στην εξωτερική εμπορική πολιτική και σε άλλα θέματα αντίστρεψαν την κατάσταση: ο Λένιν χρειαζόταν τον Τρότσκι για να συγκρατήσει έναν αυξανόμενα αχαλίνωτο Στάλιν.» Παρά τις διαμάχες του στο παρελθόν με τον Τρότσκι, «η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο Εμφύλιος Πόλεμος τους έφερε πιο κοντά και ο Λένιν καλούσε τον Τρότσκι για να επαναλάβουν την στενή συνεργασία τους.» (74) Λίγες σελίδες παρακάτω, ο Σέρβις σχολιάζει περαιτέρω την γνώμη του Λένιν για τον Τρότσκι και τον Στάλιν: «Από τους δύο άντρες είχε καταλήξει να προτιμά τον Τρότσκι παρά τις επιφυλάξεις του. Αυτό ήταν φανερό στις πρόσφατες επιστολές του Λένιν στις οποίες επιζητούσε την συμμαχία μαζί του πάνω σε επίκαιρα ζητήματα όπου ο Στάλιν του ήταν εμπόδιο. Επίσης, στα τέλη του Δεκέμβρη [1922] ο Λένιν ζήτησε από την Κρούπσκαγια να εμπιστευθεί στον Τρότσκι το μήνυμα πως τα αισθήματα του για αυτόν από τότε που ο Τρότσκι απέδρασε από την Σιβηρία στο Λονδίνο το 1902 δεν είχαν αλλάξει και δεν θα άλλαζαν ‘μέχρι και τον θάνατο.’» (75) Ακόμη μια φορά, βλέπουμε πως ο Θάτσερ, για το συμφέρον της δικιάς του εκστρατείας δυσφήμισης του Τρότσκι, έχει αποδώσει σε έναν άλλο ιστορικό μία δήλωση που δεν έκανε.  

Οι ιστορικοί, όπως όλοι μας, δεν είναι αλάθητοι. Κάνουν λάθη. Κάθε λανθασμένη παραπομπή δεν είναι απόδειξη επαγγελματικής ανικανότητας, πόσο μάλλον μυστικού σχεδίου διαστρέβλωσης και πλαστογράφησης. Όταν κάποιος συναντήσει τέτοια σφάλματα είναι αναγκαίο να διατηρήσει μία αίσθηση του μέτρου. Το πρόβλημα που εκδηλώνεται όμως στην βιογραφία του Θάτσερ δεν είναι μία σειρά μεμονωμένων λαθών αλλά ένα σύστημα διαστρέβλωσης και πλαστογράφησης. Η παρουσίαση του Θάτσερ έχει σχεδιαστεί για να δημιουργήσει όχι μόνο μία ψεύτικη εικόνα του Τρότσκι ανάμεσα στους αναγνώστες – ιδίως τους φοιτητές – αλλά επίσης μία αποπροσανατολισμένη και διαστρεβλωμένη αντίληψη για μία ολόκληρη ιστορική εποχή.

Αυτό που βρίσκει έκφραση στις βιογραφίες που έγραψαν οι Θάτσερ και Σουέιν είναι μία διαδικασία που μπορεί θεμιτά να χαρακτηριστεί σαν διάβρωση της ιστορικής αλήθειας. Η ιστορική εικόνα του Τρότσκι σαν μεγάλου επαναστατικού αγωνιστή και στοχαστή που ξεπρόβαλε μέσα από το ξεσκέπασμα των ψεμάτων και εγκλημάτων του Στάλιν – δηλαδή μέσα από την απαξίωση της διάχυτης δαιμονολογίας ενάντια στον Τρότσκι που διοχετευόταν από την Σοβιετική Ένωση (και επιπλέον από όλη την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα) και στηριζόταν από αναρίθμητους ακαδημαϊκούς που συνδέονταν με Σταλινικά κόμματα σε όλο τον κόσμο – γίνεται πάλι στόχος επίθεσης. Ένα είδος αντι-ιστορικής πνευματικής αντεπανάστασης είναι σε εξέλιξη, στην οποία ο Θάτσερ και ο Σουέιν κάνουν τις δικές τους επαίσχυντες συνεισφορές. Μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε τον ζήλο τους καθώς επιχειρούν να υποτιμήσουν τον Τρότσκι, κάνοντας τον να φαίνεται ακόμα και γελοίος.

Προβλήματα της Καθημερινής Ζωής

Ας εξετάσουμε τον τρόπο που ο Θάτσερ μεταχειρίζεται τα αξιοσημείωτα δοκίμια του Τρότσκι που δημοσιεύθηκαν με τίτλο Προβλήματα της Καθημερινής Ζωής. Ο Θάτσερ ζορίζεται να παρουσιάσει τον Τρότσκι σαν έναν αυτάρεσκο ψηλομύτη ο οποίος «ήταν κάθε άλλο παρά εντυπωσιασμένος με όλα τα ήθη και έθιμα της Ρωσικής κοινωνίας. Θεωρούσε μαζικά τους Ρώσους σαν απολίτιστους. Τους χαρακτήριζε αγράμματους, μη αποδοτικούς, βρώμικους, ασυνεπείς, πως είχαν την τάση να βλασφημούν και να χρησιμοποιούν υβριστικούς χαρακτηρισμούς και πως κυριαρχούνταν από δεισιδαιμονίες.» (76) Με τέτοια απεικόνιση, ο αναγνώστης ενθαρρύνεται ολοφάνερα να σχηματίσει την άποψη ότι ο Τρότσκι ήταν ελιτιστής, απόμακρος και ξεκομμένος από την μεγάλη μάζα του Ρωσικού λαού. Η σκόπιμη αυτή εικόνα ενισχύεται από το ειρωνικό σχόλιο του Θάτσερ πως «δεν μπορεί κανείς να αποφύγει την σκέψη ότι, για τον Τρότσκι, ο ιδανικός τύπος ανθρώπου είχε τις δικές του συνήθειες σε μεγέθυνση. Οι συμβουλές του είναι διάσπαρτες με το δικό του χαρακτηριστικό γνώρισμα για απλουστεύσεις.» (77)

Η περίληψη του Θάτσερ είναι μια κακεντρεχής και ανέντιμη παρωδία των γραπτών του Τρότσκι στα Προβλήματα της Καθημερινής Ζωής. Αυτό που απεικονίζει ο Θάτσερ σαν παράδειγμα της αλαζονικής αυτοπροβολής του Τρότσκι, ένα υπεροπτικό αφιέρωμα στις δικές του ξεχωριστές ιδιότητες, είναι, όταν εξεταστεί σωστά και με γνώση μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας του Ρωσικού επαναστατικού κινήματος, μία από τις πιο έξοχες και με βαθιά αίσθηση διευκρίνιση για την σχέση ανάμεσα στον πολιτισμό, την διαμόρφωση της προλεταριακής ταξικής συνείδησης και τον αγώνα για τον σοσιαλισμό. Αυτό που παρουσιάζει ο Θάτσερ σαν μία εκνευριστική λίστα των προσωπικών αντιρρήσεων του Τρότσκι για τους Ρώσους εργάτες, τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται – ο αναλφαβητισμός, η έλλειψη αποδοτικότητας, η ροπή προς την βλασφημία, κτλ. – ήταν όλα εκδηλώσεις της τρομερής καταπίεσης που υπόφεραν οι μάζες στην τσαρική Ρωσία. Ήταν μέρος αυτού που γενιές των καλύτερων στοιχείων των δημοκρατικής και σοσιαλιστικής ιντελλιγκέντσιας χαρακτήριζαν σαν την «τρομερή μας ρωσική πραγματικότητα.» Ο αγώνας τους ενάντια σε αυτές τις αισχρές εκφράσεις του ανθρώπινου ξεπεσμού τελικά βρήκε βαθιά απήχηση μέσα στην εργατική τάξη.(78)

Όταν τα γραπτά αυτά διαβαστούν σαν συνεισφορές στην διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης και της πνευματικής καλλιέργιας (κουλτουρνόστ στα ρωσικά), τότε είναι δυνατό να εκτιμηθούν οι ευρύτερες διαστάσεις και συνέπειες των θεμάτων που έθεσε ο Τρότσκι στα Προβλήματα της Καθημερινής Ζωής, και η σημασία των δοκιμίων του όπως «Ο Αγώνας για Πολιτισμένη Ομιλία» και «Οι καλοί τρόποι και η ευγένεια σαν αναγκαία λιπαντικά στις καθημερινές σχέσεις.» Είναι ενδιαφέρον, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Σ. Α. Σμιθ, ότι «ο αγώνας για πολιτισμένη ομιλία εξασθένησε μέσα στην πολιτική ημερήσια διάταξη» στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αφότου εξασφάλισε ο Στάλιν την εξουσία στα χέρια του. (79) Είναι τουλάχιστο απαραίτητο να προσθέσουμε πως πολλά από όσα γράφει ο Τρότσκι στα άρθρα αυτά δεν είναι μόνο ιστορικού ενδιαφέροντος, πόσο μάλλον κατάλληλα μόνο για το Ρωσικό κοινό. Καθώς ερχόμαστε σήμερα αντιμέτωποι με τη δικιά μας τρομερή πραγματικότητα, όπου ο πολιτισμός δέχεται αμείλικτη επίθεση και κάθε μορφή κοινωνικής καθυστέρησης αναπαράγεται και ενθαρρύνεται, τα Προβλήματα της Καθημερινής Ζωής παραμένει ένα βιβλίο για την εποχή μας.

Σε ορισμένα σημεία της βιογραφίας του ο Θάτσερ ξεπέφτει σε επίπεδα που μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο σαν εντελώς παράλογα. Δηλώνει πως «μπορεί κανείς ακόμα και να ισχυριστεί ότι ο Τρότσκι ήταν τόσο περιφρονητικός απέναντι στις γυναίκες συμπατριώτισσες του όσο οποιοσδήποτε άλλος εγωκεντρικός άντρας.» (80) Προσφέρει σαν απόδειξη ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα μιας βιβλιοθηκάριου, η οποία θυμόταν πως κάποτε η γυναίκα του Τρότσκι πήγε προφανώς να δανειστεί μία εφημερίδα εκ μέρους του. Και έτσι, γράφει ο Θάτσερ «ανακαλύπτουμε ότι ο Τρότσκι χρησιμοποιούσε την γυναίκα του σαν (άμισθη;) γραμματέα...» (81) Επίσης ο Θάτσερ επιτιμά τον Τρότσκι επειδή δεν καταφέρνει, όπως ο ίδιος είχε συμβουλεύσει σε ένα από τα δοκίμια του, «να πάρει πολύ σοβαρά την πραγματικότητα όπως την βλέπουν οι γυναίκες.» Τί απόδειξη προσφέρει ο Θάτσερ για να στηρίξει αυτή την επίπληξη; «Σίγουρα δεν υποστήριξε γυναίκα υποψήφιο για να αντικαταστήσει τον Λένιν· ούτε προσκόμισε την πληρέστερη αναφορά που είχε υποσχεθεί για αυτό που θεωρούσε ότι θα μπορούσε να είναι η προοπτική μιας γυναίκας για τον κόσμο.» (82) Πώς ξεκινά κάποιος για να απαντήσει σε τέτοιες κριτικές; (83)

 

(50) Thatcher, σελ. 6-8.

(51) Robert V. Daniels, The Conscience of the Revolution (New York: Simon and Schuster, 1969), σελ. 244. Μία άλλη εξαίρετη πηγή για μία αντικειμενική παρουσίαση της διαμάχης που προκλήθηκε από το Lessons of October είναι το βιβλίο του Ε. Χ. Καρρ Socialism in One Country, Τομ. 2 (Baltimore, MD: Pelican Books, 1970), σελ. 11-44.

(52) Thatcher, σελ. 35.

(53) Ibid.

(54) Ο Θάτσερ προσπαθεί να υποβαθμίσει την σημασία του αριθμού των φύλλων κυκλοφορίας προτείνοντας ότι τα φύλλα κυκλοφορίας ίσως να ήταν περισσότερα από το πραγματικό αναγνωστικό κοινό. Αυτό βέβαια είναι δυνατό. Αλλά είναι επίσης δυνατό ότι το αναγνωστικό κοινό, όταν ληφθούν υπόψη τα φύλλα που περνούν από χέρι σε χέρι, είναι μεγαλύτερο από τα φύλλα κυκλοφορίας.

(55) Thatcher, σελ. 35.

(56) Ibid.

(57) Ibid.

(58) Anatoly Lunacharsky, Revolutionary Silhouettes (London: Penguin Press, 1967), σελ. 60-61.

(59) Ibid., σελ. 60.

(60) Theodore Dan, The Origins of Bolshevism (New York: Schocken Books, 1970), σελ. 345.

(61) Thatcher, σελ. 125. Ο Τρότσκι, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν πρόβαλε τέτοιους υποκειμενικούς ισχυρισμούς για προσωπικό αλάθητο. Και ο Θάτσερ δεν παρουσιάζει ούτε μία παραπομπή όπου ο Τρότσκι πρόβαλε το επιχείρημα ότι «μόνο οι δικές του μέθοδοι» θα ήταν αποτελεσματικές.

(62) Ibid., σελ. 125-126.

(63) Η επιστολή της 19 Οκτώβρη 1923 περιλαμβάνεται στην συλλογή ντοκουμέντων που δημοσιεύτηκε στο The Struggle for Power: Russia in 1923, σε σύνταξη και μετάφραση της Βαλεντίνα Βίλκοβα. Παρόλο που ο Θάτσερ συχνά αναφέρει την Βίλκοβα, δεν συγκαταλέγει το έργο της σαν πηγή για την επιστολή της 19 Οκτώβρη, ούτε αναφέρεται στην εκτίμηση της για αυτό το ντοκουμέντο. Η Βίλκοβα γράφει ότι η επιστολή της 19 Οκτώβρη «είναι ένα γλαφυρό παράδειγμα των μεθόδων που χρησιμοποιούσε η πλειοψηφία όταν πραγματοποιούσε την συζήτηση. Το πιθανότερο ήταν ότι το ντοκουμέντο είχε γραφτεί από τον Στάλιν, καθώς η επιχειρηματολογία και το ύφος της παρουσίασης ήταν σχεδόν όμοια με αυτά της ομιλίας του Γενικού Γραμματέα στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής τον Οκτώβρη. Η επιστολή περιείχε πολύ βεβιασμένες ερμηνείες, καθαρά ψέματα, και την παραποίηση των ιστορικών γεγονότων καθώς και της αξιολόγησης της κατάστασης στο κόμμα και στο σύνολο της χώρας.” (New York: Prometheus Press, 1996) σελ. 28.

(64) E. H. Carr, The Interregnum (London: Pelican Books, 1969), σελ. 307.

(65) Thatcher, σελ. 127.

(66) Gregor, σελ. 221.

67) Στην γενική εισαγωγή του για ολόκληρο τον τόμο, ο Γκρέγκορ καταγγέλλει με σφοδρότητα τον Λένιν σε τόνους που ανακαλούν στην μνήμη τους αντι-κομμουνιστές ιδεολόγους του Ψυχρού Πολέμου. Προβάλλει το επιχείρημα ότι ο Σταλινισμός ήταν το λογικό αποτέλεσμα της προσωπικής αδιαλλαξίας του Λένιν και πολιτικού δόγματος.

 «Ο Λένιν ήταν ο μέντορας και ο Στάλιν ο μαθητής που έφερε την κληρονομιά του δασκάλου του στο λογικό της συμπέρασμα. Οι σελίδες της ιστορίας είναι γεμάτες με αναφορές για ωμότητες που διαπράχτηκαν στο όνομα υψηλών ιδεωδών. Οι δύο μπολσεβίκοι ηγέτες δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Όσο και να είναι δύσκολο να το δεχτούμε, και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, επιθυμούσαν να υπηρετήσουν τον πλέον αξιέπαινο σκοπό· και εκεί βρίσκεται μία από τις ειρωνείες της ιστορίας, διότι δεν υπάρχουν πιο επικίνδυνοι και πιο αδίστακτοι άνθρωποι από αυτούς που «γνωρίζουν» πως να σώσουν την ανθρωπότητα» (σελ.38).

(68) Thatcher, σελ. 128.

(69) Σε ένα σχετικό απόσπασμα, ο Τρότσκι δήλωσε, «Οι Άγγλοι έχουν ένα γνωμικό: Η χώρα μου σωστή ή λανθασμένη (My country right or wrong). Μπορούμε να πούμε με πολύ μεγαλύτερη ιστορική δικαιολόγηση: Όσο και να είναι σωστό ή λανθασμένο σε ένα οποιοδήποτε συγκεκριμένο, ιδιαίτερο ερώτημα σε μία οποιαδήποτε συγκεκριμένη στιγμή, αυτό είναι το κόμμα μου. Και αν μερικοί σύντροφοι ίσως νομίσουν ότι έκανα λάθος να θέσω αυτό ή εκείνο το θέμα· και αν μερικοί σύντροφοι ίσως νομίσουν ότι περιέγραψα λανθασμένα αυτόν ή εκείνο τον κίνδυνο· εγώ από την πλευρά μου πιστεύω ότι απλά εκπληρώνω το καθήκον μου σαν μέλος του κόμματος που προειδοποιεί το κόμμα του για αυτό που θεωρεί ότι αποτελεί κίνδυνο.» Για το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Τρότσκι δείτε το The Challenge of the Left Opposition 1923-25 (New York: Pathfinder Press, 1975 [fifth printing of 2002]), σελ. 161-180. Η παραπομπή που παρουσιάζεται εδώ είναι στην σελίδα 179.

(70) Lenin, Collected Works, Τομ. 36 (Moscow: Progress Publishers, 1966), σελ. 595.

(71) Ibid., σελ. 594-595.

(72) Ibid., σελ. 596.

(73) Thatcher, σελ. 131.

(74) Lenin: A Political Life, Τομ. 3 (Bloomington and Indianapolis: Indiana University Press, 1995), σελ. 273-274.

(75) Ibid., σελ. 285.

(76) Thatcher, σελ. 135.

(77) Ibid., σελ. 137.

(78) Όπως εξήγησε πολύ καλά ο καθηγητής Σ. Α. Σμιθ του Πανεπιστημίου του Έσσεξ, «Από την δεκαετία του 1890 αναπτύχθηκε ένα στρώμα ‘συνειδητών’ εργατών, που ξεσηκώθηκε ενάντια στην φτώχια και τον ξεπεσμό που τους περιτριγύριζε και που αγωνίζονταν να βελτιώσουν τους εαυτούς τους μέσα από την μόρφωση. Παίρνοντας σαν υπόδειγμα την ριζοσπαστική ιντελλιγκέντσια, ταύτισαν τους εαυτούς τους με το ιδεώδες της kul'turnost' που εκπροσωπούσε η ιντελλιγκέντσια. Αυτή η έννοια της ‘καλλιέργειας’ συνένωσε ιδέες για την ανάπτυξη του ατόμου με συλλογισμούς για την εξέλιξη της ευρύτερης κοινωνίας. Από την μία, υποδήλωνε εσωτερική καλλιέργεια, με την έννοια της διανοητικής ανάπτυξης, εκλεπτυσμού των τρόπων και ηθικής ανάπτυξης: σε συντομία, την διαμόρφωση ενός ατόμου αντάξιου της έμφυτης ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ικανού να εμπνέει σεβασμό. Από την άλλη, η kul'turnost' ήταν μία κοινωνιολογική κατηγορία που χρησίμευε στην αξιολόγηση του επίπεδου πολιτισμού στο οποίο έφτανε μία συγκεκριμένη κοινωνία σε σχέση με ένα συνολικό εξελικτικό φάσμα. Από αυτή την άποψη, η Ρωσία χαρακτηριζόταν ακριβώς από την έλλειψη της kul'turnost', καθώς θεωρούνταν ότι βρισκόταν πλησιέστερα στην 'Aσιατική' βαρβαρότητα παρά στον δυτικο-Ευρωπαικό πολιτισμό.» Ο Σμιθ συνεχίζει, «Για τους ‘συνειδητούς’ εργάτες ένα ζωτικό στοιχείο για την απόκτηση της kult'turnost' ήταν η αποκήρυξη της βλασφημίας. Όπως η ιντελλιγκέντσια, αυτοί οι εργάτες έβλεπαν την γενικευμένη χρήση της βλασφημίας σαν ένα σύμπτωμα έλλειψης κουλτούρας που κρατούσε δέσμια την Ρωσική κοινωνία. Στο ατομικό επίπεδο, η βλασφημία ήταν μία ένδειξη της χαμηλής ανάπτυξης της lichnost' - εκείνης της εσώτερης αίσθησης προσωπικής αξιοπρέπειας και ανθρώπινης αξίας - και μία ένδειξη έλλειψης σεβασμού προς τους άλλους. Και η εκμάθηση του ελέγχου της ομιλίας (και των συναισθημάτων) θεωρούνταν ζωτική για την απόκτηση της διανοητικής και ηθικής αυτενέργειας που ήταν στην καρδιά της kul'turnost'. Κατά προέκταση, η ικανότητα του ελέγχου της ομιλίας κατέδειχνε την δυνατότητα μέσα σε κάθε άτομο να ασκήσει έλεγχο πάνω σε ευρύτερες διαστάσεις της εργατικής ζωής και, τελικά, πάνω στο σύνολο της κοινωνίας. Στο κοινωνικό επίπεδο, η εκτεταμένη χρήση του mat [βλασφημία] ήταν, για την συνειδητή μειονότητα, μία θλιβερή υπόμνηση της πολιτικής καθυστέρησης της εργατικής τάξης.» (“The Social Meanings of Swearing: Workers and Bad Language in Late Imperial and Early Soviet Russia,” Past and Present, Αρ. 160 [Αύγουστος 1998], σελ. 177-179.

(79) Ο καθηγητής Σμιθ γράφει ότι «κατά την εποχή του Στάλιν, έγινε αποδεκτό για τον νέο τύπο αξιωματούχων να χρησιμοποιούν mat.» (Ibid., σελ. 200).

(80) Thatcher, σελ. 137.

(81) Ibid.

(82) Ibid. Σελ. 138.

(83) Ο Θάτσερ παραλείπει να υποδείξει ποια θα μπορούσε να ήταν αυτή η θηλυκή υποψήφια. Για να μην επιτρέψω αυτό το σημείο να μείνει εντελώς αναπάντητο, θα παραθέσω ένα σύντομο απόσπασμα από το The Autobiography of a Sexually Emancipated Communist Woman, της Αλεξάνδρας Κολλοντάι, ένα ηγετικό θηλυκό μέλος του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Μετά την Επανάσταση, ανάλαβε την ηγεσία του Συντονιστικού Γραφείου για την Γυναικεία Εργασία. Σε σχέση με το έργο της σε αυτή την θέση, η Κολλοντάι έγραψε, «Ο νόμος που φιλελευθεροποίησε την έκτρωση πέρασε και μία σειρά κανονισμών που ήταν επωφελείς για τις γυναίκες παρουσιάστηκαν από το Συντονιστικό Γραφείο μας και επικυρώθηκαν νομικά. ... Το έργο μας πήρε την ολόψυχη υποστήριξη από τον Λένιν. Και ο Τρότσκι, αν και ήταν υπερφορτωμένος με στρατιωτικά καθήκοντα, ανελλιπώς και με ευχαρίστηση παραβρέθηκε στις συσκέψεις μας.» ([New York: Herder and Herder, 1971], σελ. 42). Αυτό το σχόλιο γράφτηκε το 1926. Ήδη εκείνη την περίοδο δεν ήταν συνετό να εκθειάζεται ο Τρότσκι. Αυτό το γεγονός προσδίδει στα λόγια της Κολλοντάι αποδεικτική αξία.

Loading