Ελληνικά

Η Μετά-Σοβιετική Σχολή Ιστορικής Πλαστογραφίας

2. Ο Σουέιν, ο Θάτσερ, και ο «Μύθος» του Τρότσκι

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο 1991 έθεσε και πάλι με επείγοντα τρόπο το ζήτημα του ιστορικού ρόλου του Τρότσκι. Όπως και να είναι, η Σοβιετική κατάρρευση απαιτούσε μία εξήγηση. Μέσα σε όλη την αστική θριαμβολογία που συνόδευσε την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης - την οποία παρεμπιπτόντως ούτε ένας μείζων αστός πολιτικός είχε προβλέψει - η απάντηση φαινόταν ολοφάνερη. Η Σοβιετική κατάρρευση τον Δεκέμβρη 1991 απέρρεε οργανικά από την Επανάσταση του Οκτώβρη 1917. Αυτή η θεωρία, βασισμένη στην υπόθεση ότι μία μη καπιταλιστική μορφή ανθρώπινης κοινωνίας ήταν απλά αδύνατη, βρέθηκε να υπάρχει μέσα σε πολλά βιβλία που εκδόθηκαν στον απόηχο της Σοβιετικής κατάρρευσης, από τα οποία Η Σοβιετική Τραγωδία του εκλιπόντος καθηγητή Μάρτιν Μάλια ήταν το πιο σημαντικό παράδειγμα.

Ωστόσο, βιβλία αυτού του είδους απέφευγαν το πρόβλημα των ιστορικών εναλλακτικών· δηλαδή, ήταν οι πολιτικές που επιδιώχθηκαν από τον Στάλιν και τους διαδόχους του οι μόνες επιλογές που ήταν διαθέσιμες στην ΕΣΣΔ;  Εάν η Σοβιετική Ένωση επεδίωκε διαφορετικές πολιτικές σε διάφορες στιγμές της 74-χρονης ιστορίας της, θα μπορούσε αυτό να είχε επιφέρει ένα σημαντικά διαφορετικό ιστορικό αποτέλεσμα;  Για να θέσουμε το θέμα όσο πιο περιληπτικά γίνεται: Υπήρχε μία εναλλακτική λύση στον Σταλινισμό; Δεν το θέτω αυτό σαν μία αφηρημένη υπόθεση του αντίθετου γεγονότος. Υπήρχε μία σοσιαλιστική αντιπολίτευση στον Σταλινισμό; Είχε προτείνει αυτή η αντιπολίτευση σοβαρές και ουσιαστικές εναλλακτικές λύσεις από την άποψη πολιτικής και προγράμματος;

Οι απαντήσεις σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα απαιτούν την σοβαρή επανεξέταση των ιδεών του Λέων Τρότσκι και του αντιπολιτευτικού κινήματος του οποίου ηγήθηκε μέσα στην ΕΣΣΔ και διεθνώς. Ωστόσο, αυτό δεν έχει συμβεί. Αντί μάλλον να χτίσουν πάνω σε όσα επιτεύχθηκαν από παλιότερες γενιές ερευνητών και να ανατρέξουν στο τεράστιο νέο αρχειακό υλικό που έχει γίνει διαθέσιμο τα τελευταία 15 χρόνια η κυρίαρχη τάση στην ιστοριογραφία της Σοβιετικής Ένωσης έχει διαμορφωθεί προς μία πολύ διαφορετική κατεύθυνση.

Τα χρόνια που πέρασαν από την πτώση της ΕΣΣΔ έχουν δει την εμφάνιση αυτού που μπορεί καλύτερα να περιγραφεί σαν Μετα-Σοβιετική Σχολή Ιστορικής Πλαστογραφίας. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός αυτής της σχολής είναι να δυσφημιστεί ο Λέων Τρότσκι σαν μία  σημαντική ιστορική μορφή και να αντικρουστεί ότι αντιπροσώπευε μία εναλλακτική λύση στον Σταλινισμό ή ότι η πολιτική του κληρονομιά περιέχει οτιδήποτε σχετικό με το παρόν ή πολύτιμο για το μέλλον. Κάθε ιστορικός δικαιούται να έχει την δική του (ή δική της) άποψη. Αλλά η ερμηνεία τους για την ιστορία πρέπει να εδραιώνεται σε μία σοβαρή, έντιμη και σύμφωνα με αρχές στάση ως προς την συγκέντρωση των γεγονότων και την παρουσίαση των αποδεικτικών στοιχείων. Αυτό είναι το ουσιώδες ποιοτικό χαρακτηριστικό που απουσιάζει αξιοθρήνητα από τις δύο νέες βιογραφίες για τον Λέων Τρότσκι, η μία από τον καθηγητή Τζέφρι Σουέιν του Πανεπιστημίο της Γλασκώβης και η άλλη από τον καθηγητή Ίαν Ντ. Θάτσερ του Πανεπιστημίου του Μπρουνέλ στο Δυτικό Λονδίνο. Αυτά τα έργα έχουν εκδοθεί από μεγάλους και σημαίνοντες εκδοτικούς οίκους. Η βιογραφία του Σουέιν έχει εκδοθεί από τον Πήρσον Λόνγκμαν· του Θάτσερ από τον Ράουτλετζ. Ο τρόπος που χειρίζονται την ζωή του Λέων Τρότσκι δεν έχει την παραμικρή ερευνητική αξία. Και τα δύο έργα κάνουν περιορισμένη χρήση των γραπτών του ίδιου του Τρότσκι, προσφέροντας λίγες ουσιαστικές παραπομπές και ακόμη αγνοώντας τα σημαντικότερα βιβλία, δοκίμια και πολιτικές δηλώσεις.

Παρά τους ισχυρισμούς των εκδοτών τους ότι οι βιογραφίες βασίζονται σε σημαντική σύγχρονη έρευνα, δεν υπάρχει καμμία ένδειξη ότι ο Σουέιν ή ο Θάτσερ έκαναν χρήση των μεγάλων αρχειακών συλλογών των εγγράφων του Τρότσκι που φυλάσσονται στα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του Στάνφορντ. Καλά εδραιωμένα γεγονότα σχετικά με την ζωή του Τρότσκι είναι, χωρίς αξιόπιστη αποδεικτική βάση, «ανοικτά σε αμφισβήτηση» ή απορρίπτονται σαν «μύθοι», για να χρησιμοποιήσουμε τις αγαπημένες φράσεις των συγγραφέων. Ενώ υποτιμούν και ακόμη χλευάζουν τον Τρότσκι, ο Σουέιν και ο Θάτσερ επανειλημμένα προσπαθούν να προσδώσουν αξιοπιστία και νομιμότητα στον Στάλιν, υπερασπίζοντας τον ενάντια στην κριτική του Τρότσκι και βρίσκοντας λόγους για να δικαιολογήσουν τις επιθέσεις ενάντια στον Τρότσκι και την Αριστερή Αντιπολίτευση. Σε πολλές περιπτώσεις, οι δικές τους κριτικές για τον Τρότσκι είναι ανακυκλωμένες παραλλαγές των παλιών Σταλινικών πλαστογραφήσεων.

Το σχήμα και η διάταξη των βιβλίων στις βιογραφίες του Σουέιν και του Θάτσερ είναι παρόμοια σε σχεδιασμό και μέγεθος σελίδων, και φανερά απευθύνονται σε ένα φοιτητικό κοινό. Οι συγγραφείς γνωρίζουν βέβαια ότι τα βιβλία θα είναι η πρώτη επαφή με τον Τρότσκι για τους περισσότερους από τους αναγνώστες τους, και έχουν φτιαχτεί με μελετημένο τρόπο ώστε οι αναγνώστες να απαλλαγούν από την αυταπάτη ότι έχουν οποιοδήποτε περαιτέρω ενδιαφέρον για το αντικείμενο τους. Όπως διακηρύσσει ο καθηγητής Σουέιν με φανερή ικανοποίηση στην πρώτη παράγραφο του τόμου του, «Οι αναγνώστες αυτής της βιογραφίας δεν θα βρουν τον δρόμο τους προς τον Τροτσκισμό.» (22)  Ούτε, θα μπορούσε να είχε προσθέσει, θα αποκομίσουν οποιαδήποτε κατανόηση για τις ιδέες του Τρότσκι, τις αρχές για τις οποίες αγωνίστηκε και την θέση του στην ιστορία του εικοστού αιώνα.

Ο «Μύθος» του Τρότσκι

Και οι δύο βιογραφίες διακηρύσσουν ότι αμφισβητούν, υπονομεύουν και ακόμη ανασκευάζουν «μύθους» για την ζωή και το έργο του Τρότσκι. Σε ένα σύντομο πρόλογο στην βιογραφία του Θάτσερ, ο εκδότης ισχυρίζεται ότι: «Βασικοί μύθοι για το έργο του Τρότσκι σαν επαναστάτη, ιδιαίτερα κατά την πρώτη επανάσταση στην Ρωσία το 1905 και τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο, μπαίνουν σε αμφισβήτηση.»  (23)  O Σουέιν ισχυρίζεται ότι στο βιβλίο του «μία μάλλον διαφορετική εικόνα του Τρότσκι βγαίνει στην επιφάνεια αντί για αυτή που παραδοσιακά προβάλλεται, περισσότερο για τον άνθρωπο και λιγότερο για τον μύθο.» (24)  Και ποιους «μύθους» προτίθενται να διασκορπίσουν; Είναι σημαντικό ότι και οι δύο συγγραφείς καταγγέλλουν το έργο του Ισαάκ Ντόιτσερ, τον οποίο θεωρούν υπεύθυνο για την δημιουργία της ηρωικής ιστορικής προσωπικότητας που επικρατεί μέχρι σήμερα. Ο Θάτσερ ισχυρίζεται συγκαταβατικά ότι η τριλογία του Ντόιτσερ διαβάζεται σαν μία «περιπετειώδης ιστορία για αγόρια,» ένα χαρακτηριστικό που «δίνει μία ένδειξη για τα θέλγητρα, καθώς και για τις αδυναμίες, των τόμων του Ντόιτσερ.» Ο Θάτσερ υπαινίσσεται ότι η βιογραφία του Ντόιτσερ είναι μία αμφιλεγόμενη άσκηση ηρωολατρείας, «γεμάτη περιστατικά όπου ο Τρότσκι έβλεπε πιο μακριά και πιο βαθιά από αυτούς γύρω του.»  Με καταφανή σαρκασμό, ο Θάτσερ υπαινίσσεται ότι ο Ντόιτσερ επίστωνε τον Τρότσκι με έναν απίστευτα μακρύ κατάλογο με πολιτικά, πρακτικά και διανοητικά επιτεύγματα. Κατηγορεί τον Ντόιτσερ ότι επιδίδεται χωρίς μέτρο σε ανάρμοστα «εφευρήματα» και για «εκτροπή σε μυθιστορηματικη αφήγηση.» Αυτά τα ελαττώματα, γράφει ο Θάτσερ, «το μειώνουν πραγματικά σαν ιστορικό έργο, και σαν ιστορικοί πρέπει να πλησιάσουμε τον Ντόιτσερ κριτικά και με περίσκεψη.» (25)

Είναι γεγονός ότι όλα τα ιστορικά έργα - ακόμη και τα αριστουργήματα του είδους - πρέπει να διαβάζονται κριτικά. Αλλά ο Θάτσερ δυσφημίζει το έργο του Ντόιτσερ όχι για τις αδυναμίες του, αλλά για την μεγαλύτερη δύναμη του - την επιδέξια αποκατάσταση της επαναστατικής προσωπικότητας του Τρότσκι. Όσο για το συγκεκριμένο παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο  Θάτσερ για να στηρίξει τον ισχυρισμό του για εφευρήματα και εκτροπές σε μυθιστορηματική αφήγηση, παρέχει  αυτό που αποδεικνύεται ότι είναι ένα ελλιπές απόσπασμα από τον Οπλισμένο Προφήτη.  Όταν διαβαστεί στην ολότητα του, η χρήση αναλογίας από τον Ντόιτσερ για να αναδημιουργήσει την ψυχολογική διάθεση που επικρατούσε μέσα στην Μπολσεβίκικη ηγεσία σε καιρούς έντονης κρίσης  -  η διαμάχη για την συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ τον Φλεβάρη 1918  -  μπορεί να εκτιμηθεί σαν ένα δείγμα των εξαιρετικών λογοτεχνικών ικανοτήτων του συγγραφέα και ψυχολογικής οξυδέρκειας. (26)

Η σημασία της αντιπάθειας των δύο συγγραφέων προς την τριλογία του Ντόιτσερ φανερώνεται ξεκάθαρα στην βιογραφία του Σουέιν. Γράφει επικριτικά ότι «ο Ντόιτσερ ανέχθηκε και μάλιστα βοήθησε να υποθάλψει τον μύθο του Τρότσκι, την ιδέα ότι ήταν ‘ο καλύτερος Μπολσεβίκος’: ο Λένιν μαζί με τον Τρότσκι πραγματοποίησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση, και, με την υποστήριξη του Λένιν, ο Τρότσκι προκαλούσε επίμονα τον Στάλιν από το 1922 και μετά να σώσει την επανάσταση απο τον γραφειοκρατικό της εκφυλισμό· σε αυτή την εκδοχή των γεγονότων ο Τρότσκι ήταν ο διάδοχος του Λένιν.» (27)

«Μύθος,» καθώς ορίζεται στο (λεξικό) Γουέμπστερ, είναι «μία αθεμελίωτη ή εσφαλμένη αντίληψη.» Αλλά όλα όσα απαριθμούνται από τον Σουέιν σαν στοιχεία του «μύθου του Τρότσκι» που διέδιδε ο Ντόιτσερ είναι βασισμένα σε γεγονότα τεκμηριωμένα με αποδεικτικά στοιχεία που έχουν αναφερθεί από πολυάριθμους ιστορικούς τα προηγούμενα πενήντα χρόνια. Ενώ ο Σουέιν υπαινίσσεται ότι ο Ντόιτσερ ήταν μπλεγμένος σε μία συνωμοσία ενάντια στην ιστορική αλήθεια («ανέχθηκε και μάλιστα βοήθησε να υποθάλψει τον μύθο του Τρότσκι») ο πραγματικός στόχος του είναι να δυσφημίσει το ιστορικό έργο - του Ντόιτσερ και πολλών άλλων - που συνέτριψε δεκαετίες Σταλινικής πλαστογράφησης. Καλά εδραιωμένα ιστορικά γεγονότα σχετικά με την ζωή του Τρότσκι υποβάλλονται στο λογοτεχνικό αντίστοιχο της συνοπτικής διαδικασίας ενός στρατιωτικού δικαστήριου και ανακηρύσσονται πως είναι απλοί «μύθοι.»  Κανένα αποδεικτικό στοιχείο βασισμένο σε γεγονότα και ικανό να αντέξει σε σοβαρό έλεγχο δεν προσκομίζεται για να στηρίξει την συνοπτική ετυμηγορία που αναγγέλεται από τους Σουέιν και Θάτσερ. Ο στόχος της άσκησης τους στην ψευτο-βιογραφία ήταν να αποκαταστήσουν την ιστορική θέση του Τρότσκι εκεί που βρισκόταν πριν τα έργα του Ντόιτσερ και, οπωσδήποτε, του Ε. Χ . Καρρ εκδοθούν - δηλαδή, στην πιο σκοτεινή περίοδο της Σταλινικής Σχολής Πλαστογραφίας.

Η Επίκληση στην Αυθεντία

   Ας εξετάσουμε τώρα την μέθοδο που χρησιμοποιούν οι δύο καθηγητές για να απαξιώσουν καλά εδραιωμένα ιστορικά γεγονότα. Ένα από τα αγαπημένα τεχνάσματα των Σουέιν και Θάτσερ είναι να κάνουν μία ξεδιάντροπη και προκλητική δήλωση για τον Τρότσκι, που είναι απόλυτα αντίθετη με αυτό που είναι γνωστό σαν αντικειμενικά αληθινό, και κατόπιν να στηρίζουν αυτή την δήλωση παραθέτοντας το έργο ενός άλλου συγγραφέα. Στους αναγνώστες τους δεν παρέχουν νέα γεγονότα που στηρίζουν τον ισχυρισμό τους αλλά, μάλλον, απλά τους πληροφορούν ότι η δήλωση είναι βασισμένη στο έργο κάποιου άλλου ιστορικού.

   Έτσι λοιπόν, ο Σουέιν αναγγέλλει ότι:

έχει αντλήσει πάρα πολλά στοιχεία από το έργο άλλων ερευνητών. Ο Ίαν Θάτσερ έχει ανακαλύψει ξανά τον προ του 1917 Τρότσκι και επίσης έχει δείξει καθαρά πόσο αναξιόπιστα μπορούν να είναι τα ίδια τα γραπτά του Τρότσκι. Ο Τζέιμς Γουάιτ έχει επανεκτιμήσει πλήρως την σχέση ανάμεσα στον Λένιν και τον Τρότσκι το 1917, δείχνοντας ότι οι οπτικές γωνίες των δύο ανδρών για την εξέγερση ήταν τελείως διαφορετικές. Ο Έρικ βαν Ρη συνέτριψε την αντίληψη ότι ο Τρότσκι ήταν ο διάδοχος του Λένιν. Ο Ρίτσαρντ Ντέι, γράφοντας πριν περισσότερο από 30  χρόνια, πρόβαλε πειστικά επιχειρήματα ότι ο Τρότσκι κάθε άλλο παρά διεθνιστής ήταν, αλλά αντίθετα πίστευε σταθερά στην δυνατότητα να χτιστεί ο σοσιαλισμός σε μία χώρα. Ακόμη πιο αμφιλεγόμενα, ο Νικολάι Βαλεντίνοφ υπαινίχθηκε πριν 50 χρόνια σχεδόν ότι το 1925, όχι μόνο δεν ήταν ο Τρότσκι αντίθετος με τον Στάλιν αλλά ήταν σε συμμαχία μαζί του· αν  και  ο υπαινιγμός του Βαλεντίνοφ για ένα σύμφωνο που σφραγίστηκε σε μία  μυστική συνάντηση δεν έχει αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, άλλα αποδεικτικά στοιχεία επιβεβαιώνουν μία περίοδο δύστροπης  συνεργασίας. (28)

Αυτό που παρουσιάζεται εδώ είναι γνωστό στην λογική σαν επίκληση στην αυθεντία. Ωστόσο, μία τέτοια επίκληση είναι έγκυρη μόνο στο μέτρο που η αυθεντία είναι αξιόπιστη. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η συζήτηση δεν περατώνεται με την απλή παράθεση των Θάτσερ, Γουάιτ, βαν Ρη, Ντέι και Βαλεντίνοφ. Πρέπει να γνωρίζουμε περισσότερα για αυτούς, το έργο τους, και τα αποδεικτικά στοιχεία πάνω στα οποία εβάσισαν τα συμπεράσματα τους. Και πρέπει επίσης να γνωρίζουμε αν πράγματι είχαν την θέση που τους αποδίδεται. Όπως θα δούμε το τελευταίο ερώτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι όταν έχουμε να κάνουμε με το έργο των καθηγητών Σουέιν και Θάτσερ, απολύτως τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται σαν δεδομένο.

Σε σχέση με την αναφορά του Σουέιν στον καθηγητή Τζέιμς Γουάιτ του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, για όσους είναι εξοικειωμένοι με το έργο του ο τελευταίος με δυσκολία πληρεί τις προϋποθέσεις σαν ιστορικός του οποίου οι κρίσεις πάνω στο αντικείμενο του Τρότσκι μπορούν να γίνουν δεκτές σαν υπεύθυνες ή ακόμη και αξιόπιστες. (29).

Όσο για το βαν Ρη, που είναι επίσης μία από τις αγαπημένες πηγές του Θάτσερ, το έργο του σαν ιστορικού πρέπει σίγουρα να προσεγγίζεται με επιφύλαξη, αν όχι φορώντας μάσκα προσώπου. Σαν πρώην Μαοϊκός που είναι τώρα παθιασμένος αντι-Κομμουνιστής, πρόσφερε πρόσφατα, σε ένα βιβλίο με τίτλο Παγκόσμια Επανάσταση: Το Κομμουνιστικό Κίνημα από τον Μαρξ στον Κιμ ιλ-Γιονγκ, την ακόλουθη εκτίμηση για τον Λένιν και τον Τρότσκι:

Τηρουμένων όμως των αναλογιών ήταν επίσης απατεώνες, ηγέτες σε συμμορίες πολιτικών τραμπούκων. Απολάμβαναν να διεξάγουν εμφύλιο πόλεμο. Προκήρυξαν την κόκκινη τρομοκρατία επειδή φαντάζονταν τους εαυτούς τους σαν ηθοποιούς σε ένα εκπληκτικό παγκόσμιο δράμα. Είχαν το προνόμιο να τους επιτραπεί να επαναλάβουν την παράσταση όπου ο Μαξιμιλιέν ντε Ρομπεσπιέρ είχε αποτύχει, και ήταν αποφασισμένοι ότι αυτή την φορά δεν θα έμενε κανείς ζωντανός που θα εναντιωνόταν ίσως στις τύχες τους. Το γεγονός ότι δεν νοιάζονταν το παραμικρό για την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα έκανε τον Λένιν και τον Τρότσκι να αισθάνονται υπερήφανοι. Εξασκούσαν με απόλαυση την δική τους αγριότητα. (30)

Βάζοντας στην άκρη τον εξημμένο  χαρακτήρα τους, καμμία από τις παραπάνω δηλώσεις δεν μπορεί να παρατεθεί σαν παράδειγμα νηφάλιας ιστορικής κρίσης. O καθηγητής βαν Ρη είναι ολοφάνερα γεμάτος θυμό και με πολλές πολιτικές μνησικακίες. Δεν είναι αρμόδιος να δώσει μιαν αποφασιστική κρίση για  την φύση της σχέσης ανάμεσα στον Λένιν και τον Τρότσκι. Ωστόσο, οφείλω να σημειώσω ότι σύμφωνα με όσα παραθέτει ο βαν Ρη στο παραπάνω αναφερόμενο έργο, ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν συνέταιροι στο έγκλημα και μοιράζονταν την ίδια εγκληματική κοσμοαντίληψη. Έχοντας αυτή την άποψη, πώς μπορούσε ο βαν Ρη να «συντρίψει την αντίληψη ότι ο Τρότσκι ήταν ο διάδοχος του Λένιν»;  Επιπλέον, στην  συζήτηση για την σχέση ανάμεσα στον Λένιν και τον Τρότσκι, η λέξη «διάδοχος» έχει μία πολιτική μάλλον παρά νομική έννοια.  Αν ο Τρότσκι θα έπρεπε ή όχι να θεωρείται ο «διάδοχος» του Λένιν είναι ακριβώς το είδος του ερωτήματος για το οποίο θα επιχειρηματολογούν οι ιστορικοί τις επερχόμενες δεκαετίες. Δεν φαίνεται πιθανό ότι θα διευθετηθεί με ένα δοκίμιο, ακόμη και ένα γραμμένο από έναν ερευνητή με σημαντικά μεγαλύτερη ικανότητα, γνώση, οξυδέρκεια και κρίση από τον κ. βαν Ρη. Ο ισχυρισμός του Σουέιν ότι ο βαν Ρη «συνέτριψε την αντίληψη ότι ο Τρότσκι ήταν ο διάδοχος του Λένιν» αποδείχνει μόνο ότι ο Σουέιν δεν έχει αναλύσει με επαρκή προσοχή τα σύνθετα ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά και θεωρητικά ζητήματα που προκύπτουν σε κάθε σοβαρή μελέτη της σχέσης του Λένιν με τον Τρότσκι.

Ας εξετάσουμε τώρα την επίκληση του καθηγητή Ρίτσαρντ Β. Ντέι από τον Σουέιν για να στηρίξει την δική του προκλητική θέση ότι ο Τρότσκι, «κάθε άλλο παρά διεθνιστής ήταν, αλλά αντίθετα πίστευε σταθερά στην δυνατότητα να κτιστεί ο σοσιαλισμός σε μία χώρα.» Πρέπει να ομολογήσω ότι έτριβα τα μάτια μου με κατάπληξη όταν είδα τον καθηγητή Ντέι να αναφέρεται σαν αυθεντία με μία τέτοια παράξενη δήλωση. Σε αντίθεση με τον κύριο στον οποίο ήδη αναφέρθηκα, ο καθηγητής Ντέι είναι ένας επιφανής και σεβαστός ιστορικός που για πολλές δεκαετίες έχει διεξάγει σοβαρό έργο για τις διαμάχες μέσα στην Σοβιετική κυβέρνηση την δεκαετία  του '20 πάνω στην οικονομική πολιτική.  Συγκεκριμένα, έχει υποβάλει το έργο του Ε. Α. Πρεομπραζένσκι σε σοβαρή ανάλυση και έριξε φως σε σημαντικές διαφορές που υπήρχαν μέσα στην Αριστερή Αντιπολίτευση πάνω σε σημαντικά προβλήματα οικονομικής θεωρίας και πολιτικής.

Η αναφορά του Σουέιν στον Ντέι περιέχει συγχρόνως παραμόρφωση και πλαστογράφηση. Στο έργο που αναφέρεται από τον Σουέιν, Ο Λέων Τρότσκι και η Πολιτική της Οικονομικής Απομόνωσης, ο Ντέι χρησιμοποιεί ορισμένες διατυπώσεις που υποδηλώνουν ότι ο Τρότσκι δεν απέρριπτε την δυνατότητα του σοσιαλισμού σε μία χώρα, αλλά ήταν αντίθετος στην αντίληψη ότι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί, όπως πρότεινε ο Στάλιν, πάνω στην βάση της αυτάρκειας. Επιπλέον, η συζήτηση της θέσης του Τρότσκι για τον «σοσιαλισμό σε μία χώρα» από τον Ντέι πρέπει να διαβαστεί στο πλαίσιο της παρουσίασης μέσα στο βιβλίο της διαμάχης πάνω στην Σοβιετική οικονομική πολιτική. Ωστόσο, ο Σουέιν πιάνεται από μερικές ασαφείς φράσεις που χρησιμοποιεί ο Ντέι στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του και στην συνέχεια κάνει μία παραπλανητική παρουσίαση της κεντρικής αναλυτικής γραμμής στο Ο Λέων Τρότσκι και η Πολιτική της Οικονομικής Απομόνωσης. Όποιοι και να είναι οι περιορισμοί των επιχειρημάτων του Ντέι, δεν υπάρχει τίποτε απολύτως μέσα στο βιβλίο του που να στηρίζει τον ισχυρισμό του Σουέιν ότι ο Τρότσκι δεν ήταν διεθνιστής. (31). Αυτό είναι μία κατάφωρη πλαστογράφηση του επιχειρήματος που παρουσιάζεται στο Ο Λέων Τρότσκι και η Πολιτική της Οικονομικής Απομόνωσης. (32)

Δεν θα σπαταλήσω τον χρόνο μου αναιρώντας την αναφορά στον Βαλεντίνοφ, ένα παλιό Μενσεβίκο και σφοδρό αντίπαλο του Τρότσκι. Ο Σουέιν ούτε που νοιάζεται να μας δώσει κάτι που είπε πραγματικά ο Βαλεντίνοφ. Δεν προσκομίζεται κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο για να στηρίξει τον ισχυρισμό του. Όσο για την ιστορία του Βαλεντίνοφ για «ένα σύμφωνο σφραγισμένο σε μία μυστική συνάντηση» ο ίδιος ο Σουέιν παραδέχεται ότι «δεν έχει αντέξει στο πέρασμα του χρόνου.» Με άλλα λόγια, ήταν μία επινόηση. Αλλά γιατί τότε χρειάζεται ακόμη και να το αναφέρει ο Σουέιν;

«Ρητορικός Διεθνισμός»

Η χρήση  από τον Σουέιν πηγών που τις αναγνωρίζει σαν αναξιόπιστες είναι χαρακτηριστική της κυνικής στάσης του απέναντι στην ιστορική καταγραφή των γεγονότων. Δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να κάνει δηλώσεις που αντιφάσκουν σε καθετί που είναι γνωστό και τεκμηριωμένο για την ζωή του Τρότσκι. Μας λέγει ότι «ο Τρότσκι πίστευε στην παγκόσμια επανάσταση, όμως ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο Μπολσεβίκο και όπως με όλους τους άλλους Μπολσεβίκους αυτή η πίστη ήταν σε μεγάλο βαθμό ρητορική.» (33)

Με άλλα λόγια δεν υπήρχε, σύμφωνα με τον Σουέιν, καμμία διαφορά στην θέση που η προοπτική της παγκόσμιας επανάστασης κατείχε στο έργο που επιτέλεσε σε όλη του την ζωή ο Λέων Τρότσκι και στην θέση που κατείχε στις σκέψεις και πράξεις του Μολότωφ, του Βοροσίλωφ και του Στάλιν! Πως μπορεί ακόμη και να αρχίσει κάποιος να απαντά σε ένα παραλογισμό αυτού του μεγέθους;

Οι αναγνώστες υποτίθεται πως θα πιστέψουν ότι οι πολιτικές αντιλήψεις που κυβέρνησαν την πολιτική δραστηριότητα του Τρότσκι για μία περίοδο σχεδόν 40 ετών, και οι οποίες βρήκαν έκφραση σε άπειρες ομιλίες και σε χιλιάδες σελίδες γραπτών, δεν ήταν τίποτε άλλο από επιφανειακή πόζα χωρίς κανένα σοβαρό διανοητικό, συναισθηματικό και ηθικό περιεχόμενο. Όλα ήταν απλά μία πολιτική υπεκφυγή, ένα κάλυμμα για ό,τι στην ουσία ήταν εθνικιστικές επιδιώξεις σχετικές με την πάλη εξουσίας που διεξήγε ο Τρότσκι στην Σοβιετική Ένωση. Όπως γράφει ο Σουέιν:

Η κριτική του της αποτυχημένης Γερμανικής Επανάστασης το 1923 ήταν απλά προπέτασμα για μία επίθεση ενάντια στους τότε ντόπιους αντιπάλους του Ζινόβιεφ και Κάμενεφ. Το ίδιο συνέβαινε με τα γραπτά του για την Βρετανική Γενική Απεργία, αν και οι αντίπαλοι του εδώ ήταν ο Μπουχάριν και ο Στάλιν. Όσο για τον ενθουσιασμό του για την Κίνα το 1927, και αυτό επίσης εστιαζόταν στην ουσία σε εγχώρια ζητήματα ...  Ήταν μόνο αφού είχε εκπατριστεί, το 1933, όταν είχε ενταφιάσει την έννοια του Θερμιδόρ, που ο Τρότσκι εξερεύνησε την ιδέα για το πως η αναβίωση του κινήματος της εργατικής τάξης στην Ευρώπη θα μπορούσε να έχει έναν επωφελή αντίκτυπο στην Σοβιετική Ένωση και να σταματήσει τον εκφυλισμό του εργατικού κράτους. Τότε ο διεθνισμός πήρε κεντρική θέση στις ιδέες του. (34)

Ο Σουέιν θεωρεί προφανώς ότι το φοιτητικό αναγνωστικό του κοινό θα έχει πλήρη άγνοια για τα γεγονότα και τα ζητήματα που είναι υπό συζήτηση. Δεν παρέχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο με συγκεκριμένο χαρακτήρα για να υποστηρίξει το συμπέρασμα του. Ούτε προσπαθεί να στηρίξει το επιχείρημα του βασισμένος σε μία ανάλυση των γραπτών του Τρότσκι. Αυτή η εκτυφλωτική παράλειψη αντανακλά την έλλειψη ενδιαφέροντος που έχει γενικά για τον Τρότσκι σαν συγγραφέα. Ο Σουέιν δηλώνει με έμφαση στους αναγνώστες του ότι η βιογραφία του δεν κάνει καμμία αναφορά στο «μέγα» έργο του καθηγητή Μπαρούχ Κνάι- Παζ, Η Κοινωνική και Πολιτική Σκέψη του Λέων Τρότσκι. Ο Σουέιν αναγνωρίζει ότι αυτό μπορεί να προκαλέσει έκπληξη στους ερευνητές του Τρότσκι. Αλλά υπερασπίζεται την παράλειψη του με το επιχείρημα ότι ο Κνάι-Παζ απέδιδε μεγαλύτερη σημασία στα γραπτά του Τρότσκι από όση τους αξίζει:

Ο Κνάι-Παζ συλλέγει τα γραπτά του Τρότσκι σε θεματικές ενότητες, συγκεντρώνοντας τα αρχικά μαζί με τα μεταγενέστερα δοκίμια σε μία συνεκτική παράθεση· αυτή η προσέγγιση κάνει τον Τρότσκι ένα πολύ μεγαλύτερο στοχαστή από όσο ήταν πραγματικά. Ο Τρότσκι ήταν εξαιρετικά πολύγραφος και, σαν δημοσιογράφος, ήταν πάντοτε διατεθειμένος να γράφει για πράγματα για τα οποία γνώριζε πολύ λίγα. (35)

Όταν ένας ιστορικός εκφέρει μία τέτοια απόλυτη κρίση, εύλογα αναμένεται ότι θα προχωρήσει στην τεκμηρίωση του ισχυρισμού του. Ο Σουέιν όφειλε να τον έχει στηρίξει αναφέροντας συγκεκριμένα δοκίμια ή άρθρα στα οποία αποκαλύπτονταν η άγνοια του Τρότσκι για το αντικείμενο με το οποίο καταπιανόταν. Ο Σουέιν δεν καταφέρνει να παρουσιάσει ούτε μία παραπομπή για να στηρίξει το επιχείρημα του. Αντίθετα, εξακολουθεί στο ίδιο μοτίβο: «Ο Τρότσκι μπορούσε να γράφει όμορφα, αλλά δεν ήταν φιλόσοφος.» (36) Στην πραγματικότητα, ο Τρότσκι ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν φιλόσοφος. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να συλλαμβάνει με μεγαλύτερο βάθος και ακρίβεια τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες της εποχής στην οποία ζούσε σε σύγκριση με τους φιλόσοφους της δικής του γενιάς. Ποιός κατανόησε καλύτερα την φύση του ιμπεριαλισμού και του φασισμού τον εικοστό αιώνα: ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, που επιδεικτικά διακήρυξε την αφοσίωση του στον Χίτλερ, ή ο Τρότσκι; Ποιος είχε πιο βαθιά και ξεκάθαρη επίγνωση για την χρεοκοπία του Φαβιανού ρεφορμισμού στην Βρετανία: ο Μπέρτραντ Ράσελ ή ο Τρότσκι; (37)

Ένας πιο έντιμος και ικανός ιστορικός θα μπορούσε να είχε συμπεριλάβει σε μία ανάλυση για την σπουδαιότητα του Τρότσκι σαν συγγραφέα το ακόλουθο απόσπασμα από το ημερολόγιο του μεγάλου Γερμανού λογοτεχνικού κριτικού, Βάλτερ Μπέντζαμιν: «3 Ιούνη 1931 ... Χθες το βράδυ, μία συζήτηση με τον Μπρεχτ, τον Μπρεντάνο και τον Έσσε στο Καφέ ντι Σαντρ. Η κουβέντα στράφηκε στον Τρότσκι· o Μπρεχτ υποστήριξε ότι υπήρχαν σημαντικοί λόγοι για να θεωρηθεί ο Τρότσκι σαν ο μεγαλύτερος ζωντανός Ευρωπαίος συγγραφέας.» (38) Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα μπορούσε να έχει συνεισφέρει ο Σουέιν σε αυτήν την συζήτηση αν ήταν παρών στο Καφέ ντι Σαντρ. «Καλά, Μπέρτολτ, ίσως να'ναι έτσι. Όμως ο Τρότσκι δεν είναι φιλόσοφος!»

Όσο περισσότερο καταπιάνεται κανείς με την βιογραφία στο σύνολο της, δεν μπορεί να μη μείνει κατάπληκτος με την αδιαφορία που επιδεικνύει ο Σουέιν για τα γραπτά του Τρότσκι. Πολλά από τα πιο σημαντικά έργα του μόλις που αναφέρονται ή ακόμη και αγνοούνται εντελώς. Αν και αναγνωρίζει τον αποφασιστικό ρόλο του Τρότσκι στην νίκη του Κόκκινου Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο, ο Σουέιν παραβλέπει τα σημαντικά γραπτά του πάνω στην στρατιωτική θεωρία. Αυτή είναι μία σημαντική παράλειψη, διότι πολλές από τις πολιτικές και θεωρητικές διαφορές που ανέκυψαν αργότερα ανάμεσα στον Τρότσκι και την Σταλινική παράταξη υπήρχαν ήδη στις αρχικές διαμάχες για την στρατιωτική πολιτική. (39) Δεν υπάρχει καμμία αναφορά στα εξαίρετα μανιφέστα και ομιλίες του Τρότσκι που γράφτηκαν για τα τέσσερα πρώτα Συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1919-1922). Δεν κάνει καμμία μνεία της διορατικής ανάλυσης του Τρότσκι για την άνοδο του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε μία θέση παγκόσμιας κυριαρχίας και της εξελισσόμενης σχέσης του με μία εξασθενημένη και εξαρτημένη Ευρώπη. Αυτό δεν εμποδίζει τον Σουέιν να κάνει την πομπώδη διακήρυξη ότι ο Τρότσκι «δεν είχε καμμία απολύτως κατανόηση για τα πολιτικά της Ευρώπης.» (40) Θα μπορούσε εξίσου καλά να γράψει κανείς ότι ο Αϊνστάιν δεν καταλάβαινε από Φυσική! Τέτοιες γελοίες δηλώσεις γράφονται για ένα μόνο σκοπό: να γεμίσουν τα μυαλά των φοιτητών που δεν είναι εξοικειωμένοι με την ζωή του Τρότσκι και την ιστορική περίοδο στην οποία ζούσε με διανοητικά αποπροσανατολιστικούς παραλογισμούς. Η προσπάθεια του Σουέιν να μετατρέψει τον Τρότσκι σε ενθουσιώδη οπαδό του Σταλινικού προγράμματος του «σοσιαλισμού σε μία χώρα» καταλήγει να είναι μία αφύσικη διαστρέβλωση και απευθείας πλαστογράφηση των πραγματικών του απόψεων. Ο Σουέιν αποδίδει στον Λένιν την διαμόρφωση αυτής της αντίληψης, σημειώνοντας ότι ο Στάλιν στην διάλεξη στην οποία παρουσίασε το νέο πρόγραμμα επικαλέστηκε ένα απόσπασμα από ένα άρθρο που έγραψε ο Λένιν το 1915. Παραλείπει να εξηγήσει ότι ο Στάλιν τράβηξε αυτήν την παράθεση έξω από τα συμφραζόμενα, και αγνόησε βολικά τις άπειρες δηλώσεις του Λένιν όπου συνδέονταν με έμφαση η μοίρα του σοσιαλισμού στην Ρωσία με την παγκόσμια επανάσταση. Ακόμη πιο σοβαρά, είτε από άγνοια, απόλυτη έλλειψη κατανόησης ή από σκοπιμότητα, ο Σουέιν διαστρεβλώνει τις απόψεις του Λέων Τρότσκι. Αναφερόμενος στην σειρά των άρθρων του Τρότσκι το 1925 που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Προς τον Σοσιαλισμό ή τον Καπιταλισμό; ο Σουέιν ισχυρίζεται ότι η λογική τους «ήταν σαφής. Ο σοσιαλισμός σε μία χώρα μπορούσε να λειτουργήσει εφόσον ακολουθούνταν η σωστή οικονομική πολιτική και η κρατική βιομηχανική επένδυση βαθμιαία επιταχύνονταν.» (41)

Αν κάποιος ταυτίζει την δυνατότητα να ξεκινήσει η σοσιαλιστική ανοικοδόμηση μέσα στην ΕΣΣΔ (την οποία ο Τρότσκι υποστήριζε και ενθάρρυνε) με την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα μιας Σοβιετικής μορφής εθνικισμού ( την οποία ο Τρότσκι εμφατικά απέρριπτε), το θεωρητικό περιεχόμενο και οι πολιτικές συνέπειες της συζήτησης πάνω στην οικονομική πολιτική καθίστανται ακατανόητα. Ακόμη και στο Προς τον Σοσιαλισμό ή τον Καπιταλισμό;, που γράφτηκε το 1925 όταν ακόμη καταπιανόταν με τις συνέπειες  της εθνικιστικής μετατόπισης στην θεωρητική βάση της Σοβιετικής οικονομικής πολιτικής, ο Τρότσκι προειδοποίησε ρητά ότι η μακροπρόθεσμη επιβίωση του παγκόσμιου καπιταλισμού σήμαινε ότι «ο σοσιαλισμός σε μία καθυστερημένη χώρα θα βρισκόταν αντιμέτωπος με μεγάλους κινδύνους.» (42) Τον Σεπτέμβρη 1926 διακήρυξε ότι «Η Αντιπολίτευση είναι βαθιά πεπεισμένη για την νίκη του σοσιαλισμού στην χώρα μας όχι επειδή η χώρα μας μπορεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας επανάστασης αλλά επειδή η νίκη της προλεταριακής επανάστασης είναι εγγυημένη σε όλο τον κόσμο.» (43) Με άλλα λόγια, ο σοσιαλισμός μπορούσε να χτιστεί στην Ρωσία αν η εργατική τάξη καταλάμβανε την εξουσία με επαναστατικούς αγώνες πέρα από τα σύνορα της. Η ομιλία του Τρότσκι στο Δέκατο πέμπτο Συνέδριο την 1 Νοέμβρη 1926, ήταν μία ολοκληρωμένη επίθεση ενάντια στην προοπτική του εθνικού σοσιαλισμού. (44) Ο Σουέιν, βέβαια, αγνοεί αυτήν την ομιλία καθώς και άλλα ζωτικά κείμενα τα οποία πρέπει να εξεταστούν για να χειριστούμε σωστά το ζήτημα του «σοσιαλισμού σε μία χώρα.»

Ο Σουέιν για το 1923

Ο χειρισμός από τον Σουέιν του κρίσιμου εναρκτήριου γύρου της πάλης του Τρότσκι ενάντια στον εκφυλισμό του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος δεν απέχει πολύ από την υπεράσπιση της ανερχόμενης Σταλινικής παράταξης ενάντια στις κριτικές του Τρότσκι. Ιδιαίτερη σημασία έχουν η καταδίκη από τον Σουέιν μιας επιστολής και μιας σειράς άρθρων που γράφτηκαν από τον Τρότσκι στις αρχές του Δεκέμβρη 1923 με τον τίτλο Η Νέα Πορεία. Γράφει ο Σουέιν:

Στο προγραμματικό δοκίμιο Η Νέα Πορεία που γράφτηκε στις 8 Δεκέμβρη και δημοσιεύτηκε μετα από μικροδιαξιφισμούς στην Πράβδα στις 11 Δεκέμβρη 1923, ο Τρότσκι αποκήρυξε την αυξανόμενα γραφειοκρατική ηγεσία του κόμματος, ισχυριζόμενος ότι η παλιά, εδραιωμένη ηγεσία ήταν σε διαμάχη με την νεώτερη γενιά. Με έναν από αυτούς τους υπερβολικούς παραλληλισμούς που αγαπούσε, σύγκρινε την κατάσταση ανάμεσα στους Μπολσεβίκους ηγέτες με την περίοδο στην ιστορία του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος όταν οι κάποτε ριζοσπάστες σύμμαχοι του Μαρξ και του Ένγκελς γλίστρησαν ανεπαίσθητα σε ένα καινούργιο ρόλο σαν οι πατέρες του ρεφορμισμού. Ήταν μία ωραία εικόνα, αλλά ο Κάμενεφ, ο Στάλιν και ο Ζινόβιεφ μόλις που θα απολάμβαναν τον υπαινιγμό ότι μόνο ο Τρότσκι ήταν ο αληθινός επαναστάτης και ότι αυτοί ήταν απλοί ρεφορμιστές. Γράφοντας την Νέα Πορεία, ο Τρότσκι όχι μόνο πρόσβαλε τους συναδέλφους του στο Πολιτικό Γραφείο αλλά, μέσα στα πλαίσια του Μπολσεβικισμού, τους έδωσε μία ηθικά υπέρτερη θέση. Είχε συνάψει μία συμφωνία και μετά την αθέτησε. Είχε κάνει το ίδιο με τον Λένιν στο αποκορύφωμα της κρίσης του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Στην συζήτηση για τα συνδικάτα είχε προσχωρήσει στην Επιτροπή Ζινόβιεφ μόνο για να δηλώσει ότι δεν θα  συμμετάσχει καθόλου στις εργασίες της. Η απόφαση ενάντια στον φατριασμό που πάρθηκε στο Δέκατο Συνέδριο του Κόμματος στόχευε συγκεκριμένα στην παρεμπόδιση αυτού του είδους συμπεριφοράς. Ίσως είναι θέμα ερμηνείας για το αν η συμπεριφορά του Τρότσκι έτεινε ή όχι προς τον φατριασμό το φθινόπωρο του 1923, αλλά Η Νέα Πορεία ήταν φατριαστική πέρα από κάθε αμφιβολία. Είχε κάνει συμφωνία για ένα συμβιβασμό, και στην συνέχεια δεν τον ετήρησε, αμφισβητώντας έτσι στην συνέχεια τις επαναστατικές περγαμηνές των συντρόφων του στο Πολιτικό Γράφείο. (45)

Αυτό που προσφέρει εδώ ο Σουέιν δεν είναι μία αντικειμενική εξιστόρηση για τις πολιτικές ρίζες, τα ζητήματα και τα γεγονότα που έχουν σχέση με την διαμάχη που ξέσπασε μέσα στο Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά μάλλον η δική του άκρως μεροληπτική υπεράσπιση αυτών που ήταν το αντικείμενο της κριτικής του Τρότσκι. Οι οργισμένες αναφορές του Σουέιν στην συμπεριφορά του Τρότσκι κατά την κρίση του Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1918 και την διαμάχη για τα συνδικάτα το 1920 διαβάζονται σαν να έχουν αντιγραφεί από τα κείμενα των ομιλιών του ίδιου του Στάλιν. Ο Σουέιν μας λέει ότι ο Κάμενεφ, ο Ζινόβιεφ και ο Στάλιν «μόλις που θα απολάμβαναν» τις κριτικές του Τρότσκι, σαν τάχα αυτό να αναιρεί με κάποιο τρόπο την εγκυρότητα όσων έγραψε ο Τρότσκι στην Νέα Πορεία.

Είναι τουλάχιστο αξιοπερίεργο για έναν ιστορικό που γράφει το 2006 να επικρίνει τον Τρότσκι επειδή είχε επιδείξει «φατριαστική» συμπεριφορά καθώς εξαπέλυε αυτό που θα γινόταν μία από τις άκρως σημαντικές πολιτικές διαμάχες του εικοστού αιώνα. Ο Σουέιν, που απολαμβάνει το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, γνωρίζει που θα κατέληγαν τελικά τα πράγματα. Η καταστολή της εσωκομματικής δημοκρατίας, ενάντια στην οποία ο Τρότσκι ύψωσε την διαμαρτυρία του, θα αναπτυσσόταν για να γίνει τελικά μία κτηνώδης ολοκληρωτική δικτατορία που εκτελούσε μαζικές δολοφονίες. Και ενώ οι κριτικές του Τρότσκι ίσως πλήγωσαν τον εγωισμό του Κάμενεφ και του Ζινόβιεφ, οι δύο Παλιοί Μπολσεβίκοι βρήκαν μία πολύ πιο τρομερή μοίρα στα χέρια του Στάλιν δεκατρία χρόνια αργότερα. Επιπλέον, η επίπληξη από τον Σουέιν της προειδοποίησης του Τρότσκι για τον κίνδυνο του πολιτικού εκφυλισμού της παλιότερης γενιάς των Μπολσεβίκων ηγετών σαν «υπερβολικής» δεν είναι τίποτε λιγότερο από απίστευτη. Καθώς θα αποδείκνυε η ιστορία με τον πιο τραγικό τρόπο, η επίκληση από τον Τρότσκι του παραδείγματος των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών ηγετών ήταν, αν όχι τίποτε άλλο, μία υποεκτίμηση των διαστάσεων της τραγωδίας που περίμενε το Μπολσεβίκικο Κόμμα.

Όσο για την συγκεκριμένη κατηγορία ότι το γράψιμο της Νέας Πορείας ήταν ανάρμοστη και φατριαστική συμπεριφορά, δεν βασίζεται σε μία έντιμη ανάγνωση της ιστορικής καταγραφής των γεγονότων. Ο Σουέιν παραλείπει βολικά να σημειώσει ότι το Πολιτικό Γραφείο κυριαρχούνταν από μία μυστική παράταξη συγκροτημένη από τον Στάλιν, τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, που ήταν βασισμένη όχι σε προγραμματική συμφωνία αλλά μάλλον σε μία κοινή αποφασιστικότητα να υπονομεύσουν την πολιτική επιρροή του Τρότσκι. Ο Τρότσκι εργαζόταν μέσα σε ένα Πολιτικό Γραφείο που οι διαβουλεύσεις του ήταν μολυσμένες με ex parte (μονομερείς) συμφωνίες που σκαρώθηκαν στο παρασκήνιο από τον Στάλιν, τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ. Επιπλέον, όπως εξήγησε εντελώς πειστικά ο Ε. Χ. Καρρ το 1954, η επιστολή του Τρότσκι της 8 Δεκέμβρη 1923 - μέρος του συνόλου των ντοκουμέντων γνωστών σαν Η Νέα Πορεία - ήταν εντελώς βασισμένη πάνω σε αρχές.

Ο Καρρ εξηγεί επίσης ότι η τριανδρία και ο Τρότσκι είχαν προσεγγίσει την διαμόρφωση του κειμένου της απόφασης της 5 Δεκέμβρη 1923 για την αναμόρφωση του κόμματος με πολύ διαφορετικούς στόχους και κριτήρια. Για τον Στάλιν, τον Κάμενεφ και τον Ζινόβιεφ το συγκεκριμένο περιεχόμενο της απόφασης είχε δευτερεύουσα ή ακόμη και τριτεύουσα σημασία. Το ενδιαφέρον τους να συνάψουν μία συμφωνία με τον Τρότσκι βασιζόταν πάνω σε καθαρά τακτικούς υπολογισμούς, που είχαν σχέση με την πάλη για εξουσία. Καθώς εξαπλωνόταν η αντίσταση στις ολοένα και πιο γραφειοκρατικές και αυταρχικές μεθόδους της ηγεσίας, η τριανδρία επιζητούσε να παρεμποδίσει, ή τουλάχιστο να προλάβει την ανοιχτή ρήξη του Τρότσκι με την ηγεσία της Κεντρικής Επιτροπής. Για τον Τρότσκι, αντίθετα, η απόφαση έθεσε πολύ σοβαρά θέματα αρχών. Ο Καρρ παρατήρησε την διαφορά ανάμεσα στον Τρότσκι και τους αντιπάλους του. «Ο Τρότσκι, συνηθισμένος να βλέπει τις διαφορές μέσα στο κόμμα να παλεύονται και να διευθετούνται μέσα από την σύνταξη κομματικών αποφάσεων, απέδιδε σε μία νίκη στα χαρτιά μία πρακτική αξία που, με τις νέες συνθήκες κομματικής ηγεσίας, δεν την είχε πια.» (46)

Η εκτίμηση του Καρρ επιδοκιμάζεται από τον ιστορικό Ρόμπερτ Β. Ντάνιελς στο σημαντικό έργο του Η Συνείδηση της Επανάστασης. Εξηγώντας την αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στο γράψιμο της Νέας Πορείας, ο Ντάνιελς γράφει: «Ο Τρότσκι, γνωρίζοντας την εχθρότητα προς αυτόν που μόλις κρυβόταν πίσω από την απόφαση, ανάλαβε να τονίσει τις μεταρρυθμιστικές συνέπειες αυτής της απόφασης σε ανοικτή επιστολή προς μία διάσκεψη του κόμματος της 8 Δεκέμβρη. Αυτή η επιστολή για την Νέα Πορεία ήταν μία ενθουσιώδης επιδοκιμασία και εξήγηση της απόφασης της 5 Δεκέμβρη, με έμφαση στον ρόλο των μελών του κόμματος στην εκτέλεση της ...» (47)

Αυτό που απουσιάζει εντελώς από την ανάλυση του Σουέιν είναι μία ανάλυση των αντικειμενικών διαδικασιών που βρίσκονταν στο υπόβαθρο της ολοένα και βαθύτερης πολιτικής διαμάχης. Ο Σουέιν δεν προσφέρει σχεδόν καμμία εκτίμηση για τις αλλαγές που συνέβαιναν κάτω από την επίδραση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (NEP) μέσα στην Σοβιετική Ένωση και την αντανάκλαση τους μέσα στο Κόμμα. Δεν παρέχει καμμία πολιτική ή διανοητική σκιαγράφηση των αντιπάλων του Τρότσκι. Δεν εξετάζει την αλλοιωνόμενη σύνθεση του Μπολσεβίκικου Κόμματος ή το φαινόμενο του γραφειοκρατισμού που επρόκειτο να έχει τέτοιες καταστροφικές συνέπειες για την μοίρα του Μπολσεβίκικου Κόμματος και της Σοβιετικής κοινωνίας.

Η απόρριψη από τον Σουέιν της τελευταίας εξορίας του Τρότσκι

Ο Σουέιν αφιερώνει μόλις 25 σελίδες στα τελευταία 12 χρόνια της ζωής του Τρότσκι. Θα ήταν φιλοφρόνηση αν χαρακτηρίζαμε σαν επιπόλαια  την μεταχείριση αυτών των χρόνων. Το πιο καταστροφικό γεγονός της Ευρωπαϊκής ιστορίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η άνοδος του Χίτλερ και του Ναζιστικού του κόμματος στην εξουσία στην Γερμανία, μόλις που αναφέρεται.  Ο Σουέιν δεν παρατηρεί καθόλου την σχέση ανάμεσα σε αυτό το γεγονός και τις πιο σημαντικές πολιτικές αποφάσεις που πήρε ο Τρότσκι κατά την διάρκεια της τελευταίας εξορίας του: το κάλεσμα του για μία πολιτική επανάσταση στην ΕΣΣΔ και την ίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς. Μετά την σύντομη παρατήρηση ότι ο Τρότσκι, αφού έφτασε στην Πρίγκηπο το 1929 μετά την εκδίωξη του από την ΕΣΣΔ, κάλεσε τους οπαδούς του να παραμείνουν μέσα στην Κομμουνιστική Διεθνή, ο Σουέιν γράφει: «Μέχρι το 1933 είχε αλλάξει γνώμη» ...  (48) Καμμία αναφορά δεν γίνεται στο κατακλυσμικό γεγονός που προκάλεσε αυτή την αλλαγή της πολιτικής - η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία σαν αποτέλεσμα της προδοσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Γερμανικού της κόμματος. Ο Σουέιν δεν κάνει καμμία εκτίμηση των γραπτών του Τρότσκι για την Γερμανική κρίση. Δεν έχει παρά να συγκρίνει κανείς την πλήρη σχεδόν σιωπή του Σουέιν πάνω στο θέμα με τον χειρισμό από τον Ε. Χ. Καρρ των προσπαθειών του Τρότσκι να συνεγείρει την Γερμανική εργατική τάξη ενάντια στην φασιστική απειλή. Στο τελευταίο του έργο, Το Λυκόφως της Κομιντέρν, ο Καρρ θεωρούσε ότι τα γραπτά του Τρότσκι για την Γερμανική κρίση του 1931-1933 είχαν τέτοια σημασία ώστε συμπεριέλαβε ένα παράρτημα αφιερωμένο σε αυτό το θέμα. «Ο Τρότσκι,»  έγραψε, «διατήρησε κατά την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία ένα τόσο επίμονο και, στο μεγαλύτερο μέρος του, τόσο προφητικό σχολιασμό για την πορεία των γεγονότων στην Γερμανία ώστε να αξίζει να αναφερθεί.» (49)

Παρόμοια, για τις Δίκες της Μόσχας και τις εκκαθαρίσεις που επακολούθησαν παραχωρούνται μερικές προτάσεις, σημαντικά λιγότερες από όσο αφιερώνει ο Σουέιν για την σύντομη προσωπική σχέση του Τρότσκι με την Φρίντα Κάλο στο Μεξικό. Η συγγραφή της πιο σημαντικής πολιτικής πραγματείας του Τρότσκι Η Προδομένη Επανάσταση σημειώνεται με μία πρόταση. Τα γεμάτα πάθος δοκίμια του Τρότσκι για την Ισπανική Επανάσταση, που προειδοποιούσαν ότι οι λαϊκομετωπικές πολιτικές των Σταλινικών άνοιγαν τον δρόμο για μία νίκη του Φράνκο, δεν αναφέρονται.  Για το  Μεταβατικό Πρόγραμμα, το ιδρυτικό ντοκουμέντο της Τέταρτης Διεθνούς, δεν γίνεται καμμία αναφορά. Ο Σουέιν επίσης αγνοεί τα τελευταία σπουδαία αγωνιστικά ντοκουμέντα που γράφτηκαν από τον Τρότσκι για την φύση της ΕΣΣΔ. Τέλος, ο Σουέιν περατώνει την βιογραφία του με την παρατήρηση ότι ο Τρότσκι θα είχε κάνει καλύτερα αν είχε παραιτηθεί από την πολιτική μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917 και αφιερωνόταν ολοκληρωτικά στην δημοσιογραφία όπου, πιθανώς, ο Τρότσκι θα μπορούσε - όπως μας έχει ήδη πει ο Σουέιν – «να γράψει για θέματα για τα οποία γνώριζε πολύ λίγα.»

 

(22) Geoffrey Swain, Trotsky (London: Peasrson Longman, 2006), σελ. 1. Στο εξής αναφέρεται σαν Σουέιν.

(23) Ian D. Thatcher, Trotsky (London and New York: Routledge, 2003), p.i. Στο εξής αναφέρεται σαν Θάτσερ.

(24) Swain, σελ. 2.

(25) Thatcher, σελ. 14-17.

(26) Ο Θάτσερ ισχυρίζεται ότι «ο Ντόιτσερ απλά βάζει σκέψεις μέσα στο κεφάλι αυτών με τους οποίους ασχολείται για τις οποίες δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία.» Ο Θάτσερ αναφέρει ένα απόσπασμα από τον Ντόιτσερ «το οποίο συγκρίνει τις διαφορές ανάμεσα στους Μπολσεβίκους για την ειρήνη με την Γερμανία με ένα δίλημμα που αντιμετώπισε η Παρισινή Κομμούνα σχετικά με το αν θα διεξάγει επαναστατικό πόλεμο, και, εφόσον τον διεξάγει,  ενάντια σε ποιον» ...  Ο Θάτσερ στην συνέχεια παρουσιάζει το απόσπασμα για το οποίο προβάλλει αντιρρήσεις:

«Ο Τρότσκι, που τόσο συχνά κύτταζε την Ρώσικη Επανάσταση μέσα από το πρίσμα της Γαλλικής, θα έπρεπε να είχε γνώση αυτής της αναλογίας.   ... Θα έπρεπε να είχε δεί τον εαυτό του σαν κάποιο που έπαιζε ένα ρόλο που θύμιζε ίσως αυτόν του Νταντόν, ενώ ο ρόλος του Λένιν ήταν παρόμοιος με του Ρομπεσπιέρ. Ήταν σάμπως η σκιά της γκιλλοτίνας να είχε παρεμβληθεί για μία στιγμή ανάμεσα σε αυτόν και τον Λένιν. Αυτή η θεώρηση ήταν αποφασιστική για τον Τρότσκι. Για να απομακρύνει την σκιά της γκιλλοτίνας έκανε μία ασυνήθιστη θυσία σε αρχές και προσωπική φιλοδοξία.» (Θάτσερ, σελ. 16).

Όταν παραβληθεί η παράθεση του Θάτσερ με το αρχικό απόσπασμα όπως παρουσιάζεται στην βιογραφία του Ντόιτσερ, γίνεται αμέσως φανερό ότι η κατηγορία της μυθιστορηματοποίησης είναι εντελώς ανάρμοστη. Όπως έκανε ξεκάθαρο ο Ντόιτσερ, χρησιμοποίησε μία αναλογία για να αποσαφηνίσει μία πολύπλοκη πολιτική διαμάχη. Η ανάπλαση αυτού που ίσως σκεπτόταν ο Τρότσκι σε εκείνη την κατάσταση πραγμάτων – η σύγκρουση του με τον Λένιν για το αν η Σοβιετική Ρωσία θα έπρεπε να δεχθεί τους Γερμανικούς όρους για το Μπρεστ-Λιτόφσκ – είναι άνετα μέσα στα όρια της ιστοριογραφίας, καθώς μάλιστα ο Ντόιτσερ έχει κάνει σαφές ότι υπάρχει ένα στοιχείο εικασίας από μέρους του. Εκείνα τα αποσπάσματα που άφησε απέξω ο Θάτσερ παρουσιάζονται με πλάγιους χαρακτήρες:

«Κάποια αναλογία με την κατάσταση που ήταν πιθανό να δημιουργηθεί αν ο Τρότσκι είχε ενεργήσει διαφορετικά μπορεί να βρεθεί στην τριμέτωπη πάλη που ανέκυψε ανάμεσα στην Παρισινή Κομμούνα, τον Νταντόν και τον Ρομπεσπιέρ κατά την Γαλλική Επανάσταση. Το 1793 η Κομμούνα (και ο Ανάχαρσις Κλουτς) υποστήριζε, καθώς έμελαν  να κάνουν ο Μπουχάριν και οι Αριστεροί Κομμουνιστές, τον πόλεμο ενάντια σε όλες τις αντεπαναστατικές κυβερνήσεις της Ευρώπης. Ο Νταντόν συνηγορούσε για πόλεμο ενάντια στην Πρωσσία και συμφωνία με την Αγγλία, όπου έλπιζε ότι ο Φοξ θα αντικαθιστούσε τον Πιττ στην εξουσία.Ο Ρομπεσπιέρ παρότρυνε την Συνέλευση να διεξάγει πόλεμο ενάντια στην Αγγλία· και αγωνίστηκε για μία συμφωνία με την Πρωσσία. Ο Νταντόν και ο Ρομπεσπιέρ ένωσαν τα χέρια τους ενάντια στην Κομμούνα, αλλά, μετά την καταστολή της, ήρθαν σε ρήξη. Η γκιλλοτίνα διευθέτησε την διαμάχη τους.

Ο Τρότσκι, που τόσο συχνά κύτταζε την Ρώσικη Επανάσταση μέσα από το πρίσμα της Γαλλικής, θα έπρεπε να είχε γνώση αυτής της αναλογίας. Ίσως θυμήθηκε την αξιοσημείωτη επιστολή του Ένγκελς προς τον Βίκτωρ Άντλερ, όπου εξηγούνταν  όλες οι “διακυμάνσεις” της Γαλλικής Επανάστασης με τις απρόβλεπτες επιπτώσεις του πολέμου και τις διαφωνίες που αυτό προκάλεσε. Θα έπρεπε να είχε δεί τον εαυτό του σαν κάποιο που έπαιζε ένα ρόλο που θύμιζε ίσως αυτόν του Νταντόν, ενώ ο ρόλος του Λένιν ήταν παρόμοιος με του Ρομπεσπιέρ. Ήταν σάμπως η σκιά της γκιλλοτίνας να είχε παρεμβληθεί για μία στιγμή ανάμεσα σε αυτόν και τον Λένιν. Αυτό δεν σημαίνει ότι, αν η σύγκρουση είχε εκδηλωθεί, ο Τρότσκι, όπως ο Νταντόν, θα έχανε το παιχνίδι, ή ότι ο Λένιν, όπως ο Ρομπεσπιέρ, θα ήταν διατεθειμένος να διευθετήσει με την γκιλλοτίνα μία εσωκομματική διαμάχη. Εδώ η αναλογία παύει να έχει εφαρμογή. Ήταν φανερό ότι οι οπαδοί του πολέμου, αν κέρδιζαν, θα ήταν αναγκασμένοι να καταστείλουν τους αντιπάλους τους – διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στο έργο τους. Μία ειρηνική επίλυση της κρίσης μέσα στο κόμμα ήταν δυνατή μόνο με την επικράτηση των οπαδών της ειρήνης, που μπορούσαν καλύτερα να υπομείνουν την αντιπολίτευση. Αυτή η θεώρηση ήταν αποφασιστική για τον Τρότσκι. Για να απομακρύνει την σκιά της γκιλλοτίνας έκανε μία ασυνήθιστη θυσία σε αρχές και προσωπική φιλοδοξία.» (The Prophet Armed [London & New York: Verso, 2003], σελ. 324).

(27) Swain, σελ. 1.

(28) Swain, σελ. 1-2.

(29) Ο καθηγητής Τζέιμς Γουάιτ έχει διδάξει για πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και είχε μία μεγάλη επίδραση στον Θάτσερ. Ο Γουάιτ έχει καταβάλει σημαντική προσπάθεια για την αποκατάσταση του Στάλιν και την δυσφήμιση του Τρότσκι. Καθώς με ζήλο προσπαθούσε να υποτιμήσει τον Τρότσκι, ο Γουάιτ φαινόταν μερικές φορές σαν να παριστάνει τον κλόουν – όπως με τον ισχυρισμό του, σε ένα περιβόητο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο βραχύβιο Journal of Trotsky Studies (όπου ήταν συντάκτης μαζί με τον Ίαν Θάτσερ), ότι την αποφασιστική νύκτα της εξέγερσης του Οκτώβρη 1917, ο Τρότσκι δεν έκανε τίποτε το σημαντικό. « Έτσι ενώ άλλα μέλη της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής πήγαν να καταπιαστούν με κάποιο είδος επαναστατικής δράσης, ο Τρότσκι έμεινε πίσω μαζί με τον Κάμενεφ – που ήταν αντίθετος στν εξέγερση – για να απαντά το τηλέφωνο.» [Τομ. 1, 1993, σελ.18]. Έτσι περιέγραψε ο καθηγητής Γουάιτ το έργο του κύριου στρατηγικού νου και ηγέτη της εξέγερσης. Ο Γουάιτ έχει επιμείνει επίσης, περιφρονώντας καλά εδραιωμένα ιστορικά γεγονότα, ότι η πολιτική γραμμή του Στάλιν για την Προσωρινή Κυβέρνηση τον Μάρτη 1917 λίγο πολύ συνέπιπτε με αυτή για την οποία αγωνιζόταν ο Λένιν κατά την επιστροφή του στην Ρωσία τον Απρίλη. Όσο για το συγκεκριμένο ζήτημα της σχέσης του Λένιν με τον Τρότσκι το 1917, είναι από παλιά γνωστό – ο Τρότσκι έγραψε πράγματι για αυτό στην αυτοβιογραφία του το 1929 – ότι υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στους δύο ηγέτες του Μπολσεβίκικου κόμματος σχετικά με την εκτέλεση  της εξέγερσης. Οι διαφορές είχαν σχέση με την τακτική, όχι με το «όραμα.»

(30) http://www.nlpvf.nl/docs/VanRee_WorldRevolution_screen.pdf,  σελ. 25.

(31) Ο κατάλληλος χειρισμός του επιχειρήματος του Ντέι θα απαιτούσε μία λεπτομερή εξέταση.  Η θέση του δεν προσφέρεται για μία απρόσεκτη σύνοψη της μιας γραμμής. Ο Ντέι ουδέποτε κάνει τον υπαινιγμό ότι υπήρχε οποιαδήποτε ομοιότητα ανάμεσα στον «σοσιαλισμό σε μια χώρα» όπως αυτός ο όρος βρήκε έκφραση  στο πρόγραμμα του Στάλιν, και την αποδοχή της δυνατότητας από τον Τρότσκι να ξεκινήσει η σοσιαλιστική ανοικοδόμηση μέσα στην ΕΣΣΔ, με τον όρο ότι αυτή η ανοικοδόμηση αναγνώριζε την αναγκαιότητα επαφής με την παγκόσμια αγορά και μιας σωστής διεθνούς επαναστατικής πολιτικής. Ο Ντέι περιγράφει τις προσπάθειες του Στάλιν να παρουσιάσει τα επιχειρήματα του σε υπεράσπιση του οικονομικού εθνικισμού σαν «καθαρές ανοησίες» που έβρισκαν αποδοχή σε ένα αποθαρρυμένο πολιτικό περιβάλλον στο οποίο «το κόμμα επιθυμούσε να εξαπατηθεί.» Ο Ντέι παρατηρεί ότι «η έξυπνη επιστράτευση περικοπών κειμένων» από τον Στάλιν «του επέτρεπε να προσδώσει ένα βαθμό ρητορικής επιτήδευσης σε ένα επιχείρημα που διαφορετικά θα είχε απορριφθεί σαν μία απάτη άξια περιφρόνησης.» (Leon Trotsky and the Politics of Economic Isolation [Cambridge: Cambridge University Press, 1973], σελ. 100-101). Αυτή η τελευταία πρόταση θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν μία δίκαιη περιγραφή της μεθόδου του Σουέιν.

(32) Αυτή δεν είναι μόνο η υποκειμενική μου γνώμη. Αφού διάβασα την εσφαλμένη παρουσίαση του ζητήματος από τον Σουέιν, επικοινώνησα με τον καθηγητή Ντέι στον Καναδά και έφερα στην προσοχή του αυτό το ζήτημα. Με μία επιστολή σταλμένη με e-mail που γράφτηκε στις 13 Μάρτη 2007, ανέφερα το σχετικό απόσπασμα από την βιογραφία του Σουέιν, και ρώτησα τον καθηγητή Ντέι αν το εγνώριζε. Πρόσθεσα ότι η παράθεση από τον Σουέιν «μου φαίνεται σαν μία μάλλον χονδροειδής παραποίηση του επιχειρήματος σας στο Leon Trotsky and the Politics of Economic Isolation. Όπως καταλαβαίνω, θεωρούσατε ότι το αποφασιστικό ερώτημα στην εσωκομματική πάλη πάνω στην οικονομική πολιτική ήταν αν θα μπορούσε να χτιστεί ο σοσιαλισμός σε μία απομονωμένη χώρα. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο, η θέση που είχε ο Τρότσκι – όπως έχετε σταθερά υποστηρίξει – ήταν διαμετρικά αντίθετη με τις ιδέες που προτάθηκαν από τον Πρεομπραζένσκι, για να μην αναφέρω τον Στάλιν.»

Πήρα την ίδια μέρα μία απάντηση από τον καθηγητή Ντέι που έλεγε ότι «είστε απόλυτα σωστός σχετικά με την άποψη μου.» Κατόπιν πρόσθεσε, «Πραγματικά έχουν γραφτεί τόσες πολλές ατελείωτες βλακείες για τον Τρότσκι, και είμαι αναστατωμένος που ακούω για άλλη μία προσθήκη στον σωρό από τον καθηγητή Σουέιν. Δεν μπορώ αληθινά να φανταστώ πως θα μπορούσε κάποιος και να πεί ακόμη ότι ο Τρότσκι δεν ήταν ‘διεθνιστής’ από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι μία εκπληκτικά λανθασμένη ανάγνωση των ιστορικών πηγών.»

(33) Swain, σελ. 2.

(34) Swain, σελ. 3.

(35) Ibid. Η απόκλειση του Κνάι-Παζ από τον Σουέιν αντανακλά τις ουσιαστικά ανέντιμες προθέσεις του έργου του. Ο Σουέιν δεν μπορεί να βρεί κάποιον ωφέλιμο σκοπό στο έργο του Κνάι-Παζ, που έχει σαν σημείο εκκίνησης την ρητή αναγνώριση ότι ο Τρότσκι ήταν ένας σημαντικός πολιτικός στοχαστής και μία μείζων μορφή στην Ευρωπαϊκή κουλτούρα του εικοστού αιώνα. Για τον Κνάι-Παζ ο Τρότσκι δεν ήταν μόνο «το πρότυπο του επαναστάτη σε μία εποχή που δεν έχει έλλειψη από επαναστατικές μορφές.» «Τα επιτεύγματα του Τρότσκι  στον χώρο της θεωρίας και των ιδεών είναι με πολλούς τρόπους εξίσου τεράστια: ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανάλυσε την εμφάνιση κοινωνικής αλλαγής σε καθυστερημένες κοινωνίες τον εικοστό αιώνα, και, επίσης, ανάμεσα στους πρώτους που προσπάθησε να εξηγήσει τις πολιτικές συνέπειες που θα ξεπηδούσαν αναπόφευκτα μέσα από μία τέτοια αλλαγή. Ήταν εξαιρετικά πολύγραφος σε όλη την διάρκεια της ζωής του, και ο πολιτικός στοχαστής ήταν ένα όχι λιγότερο αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας του από όσο ήταν ο ευρύτερα γνωστός άνθρωπος της δράσης.» (Baruch Knei-Paz, The Social and Political Thought of Leon Trotsky [London: Oxford University Press, 1978] σελ. viii-ix)

(36) Swain, σελ. 3.

(37) Ο Τρότσκι έγραψε πολλά λαμπρά δοκίμια πάνω στο αντικείμενο της διαλεκτικής υλιστικής φιλοσοφίας. Αλλά ο Σουέιν δεν λέει τίποτε για αυτά τα έργα ούτε εκδηλώνει το παραμικρό ενδιαφέρον για την φιλοσοφική μέθοδο που χρησιμοποιούσε ο Τρότσκι στα γραπτά του.

(38) Walter Benjamin, Selected Writings, Volume 2, 1927-1934 (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1999),  σελ. 477.         

(39) Ενώ ο Σουέιν τουλάχιστο αποδίδει στον Τρότσκι την νίκη του Κόκκινου Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο, η αφήγηση του παραλείπει να προσδιορίσει ή να αναλύσει τα στοιχεία της στρατιωτικής ηγεσίας του που ήταν κρίσιμα για την νίκη των επαναστατικών δυνάμεων. Για μία σοβαρή μελέτη της εξέλιξης του Τρότσκι σαν στρατιωτικού θεωρητικού και επαναστάτη στρατηγού ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα έκανε καλά να ανατρέξει στο οξυδερκές έργο του συνταγματάρχη Harold Walter Nelson, Leon Trotsky and the Art of Insurrection (London: F. Cass, 1988). Γράφοντας σαν στρατιωτικός ειδικός, ο συνταγματάρχης Νέλσον (που δίδαξε στο Στρατιωτικό Πολεμικό Κολλέγιο των ΗΠΑ) προσφέρει μία εντελώς αντικειμενική και επαγγελματική αναφορά για την ωρίμανση του Τρότσκι σαν μία σημαντική μορφή στην στρατιωτική ιστορία. Ο Νέλσον εστιάζεται στην περίοδο μεταξύ του 1905 και του 1917, και ο Τρότσκι ξεπροβάλλει στην αφήγηση του «σαν ένας γνήσιος επανάστατης στρατηγός – ένας που μπορεί να οδηγήσει και να συντονίσει αποφασιστική επαναστατική δράση. Κατορθώνει να κατανοήσει τα προβλήματα της ένοπλης σύγκρουσης που πρέπει να επιλύσει η επανάσταση,  διαμορφώνει μία εκτίμηση των πόρων που μπορεί να έχει στην διάθεση της η επανάσταση για να επιλύσει αυτά τα προβλήματα, αναπτύσσει σχέδια για την οργάνωση αυτών των πόρων για μέγιστη αποτελεσματικότητα, και διακρίνει τους παράγοντες που παρακινούν τους άνδρες να αγωνιστούν για να κερδίσουν την επαναστατική νίκη.» (σελ. 4).

(40) Swain, σελ. 195.

(41) Swain, σελ. 160.

(42) Leon Trotsky, Towards Socialism or Capitalism? (London: New Park Publications, 1976), σελ. 60.   

(43) Leon Trotsky, The Challenge of the Left Opposition 1926-27 (New York: Pathfinder Press, 1980), σελ. 106.

(44) Ibid., σελ. 130-164

(45) Swain, σελ. 152.

(46) Ibid., σελ. 313.

(47) Robert V. Daniels, The Conscience of the Revolution: Communist Opposition in Soviet Russia (New York: Simon & Schuster, 1960), σελ. 223.

(48) Swain, σελ. 194.

(49) E. H. Carr, Twilight of the Comintern, 1930-1935 (New York: Pantheon Books, 1982), σελ. 433.

Loading