Ελληνικά
Perspective

Η πρόκληση της Πρωτομαγιάς του 2022: Για τη διεθνή ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στον καπιταλισμό, τον εθνικό σοβινισμό και τον πόλεμο!

Ο πόλεμος που ξέσπασε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 είναι ένα γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας. Όπως σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις, το ερώτημα «ποιος έριξε την πρώτη βολή» είναι εντελώς δευτερεύουσας σημασίας. Ο απερίσκεπτος, ανεπαρκής και απεγνωσμένος χαρακτήρας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ξεσκεπάζει τον πολιτικά χρεοκοπημένο και αντιδραστικό χαρακτήρα του καθεστώτος Πούτιν, αλλά δεν εξηγεί τα βαθύτερα αίτια του πολέμου.

Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία είχε προβλεφθεί εδώ και καιρό. Η αδυσώπητη επέκταση του ΝΑΤΟ μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είχε πάντα ως στόχο τον πόλεμο με τη Ρωσία. Η ανατροπή, τον Φεβρουάριο του 2014, της κυβέρνησης υπό τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς, μέσω ενός πραξικοπήματος που οργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν μια απροκάλυπτη προσπάθεια να τεθεί η Ουκρανία στην τροχιά του ΝΑΤΟ και να μετατραπεί σε ορμητήριο ενός μελλοντικού πολέμου κατά της Ρωσίας. Όπως εξήγησε η Διεθνής Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς στο συλλαλητήριο της Πρωτομαγιάς το 2014:

Ο σκοπός αυτού του πραξικοπήματος ήταν να φέρει στην εξουσία ένα καθεστώς που θα έθετε την Ουκρανία υπό τον άμεσο έλεγχο του αμερικανικού και του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Οι συνωμότες στην Ουάσιγκτον και το Βερολίνο κατανοούσαν ότι το πραξικόπημα αυτό θα οδηγούσε σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Πράγματι, αντί να επιδιώκουν να αποφύγουν μια σύγκρουση, τόσο η Γερμανία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν ότι μια σύγκρουση με τη Ρωσία είναι απαραίτητη για την υλοποίηση των εκτεταμένων γεωπολιτικών τους συμφερόντων.

Αυτός ο πόλεμος, που υποκινήθηκε από τις δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, έχει πλέον αρχίσει. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που έχουν μείνει άστεγοι, έχουν υποστεί τραυματισμούς ή έχουν σκοτωθεί, δεν φέρουν καμία ευθύνη για τις πολιτικές και τις αποφάσεις που οδήγησαν στον πόλεμο. Αλλά ο πόνος των αθώων θυμάτων εκμεταλλεύεται κυνικά όχι μόνο για να εμποδιστεί το ξεσκέπασμα των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων που οδήγησαν στον πόλεμο, αλλά και για να υποδαυλιστεί το απαιτούμενο επίπεδο αντιρωσικού μίσους που είναι απαραίτητο για την κλιμάκωση της σύγκρουσης.

Σύμφωνα με τα προπαγανδιστικά όργανα του αμερικανικού και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία συγκλόνισε τη συνείδηση του κόσμου, ο οποίος – κατά τα λεγόμενα – ζούσε ευτυχισμένα και ειρηνικά μέχρι που το Κρεμλίνο εξαπέλυσε την εντελώς απρόκλητη επίθεσή ενάντια στον αθώο γείτονά του.

Τι κολοσσιαίο και υποκριτικό ψέμα! Τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι συνεχώς σε πόλεμο, υποκινώντας συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες – συχνά με την άμεση υποστήριξη των υφισταμένων τους στο ΝΑΤΟ – έχουν βομβαρδίσει ή/και εισβάλει σε χώρες της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, των Βαλκανίων και, φυσικά, της Καραϊβικής.

Ακόμα και αν κάποιος δεχτεί ως αληθινούς όλους τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης Μπάιντεν και των διεφθαρμένων αμερικανικών μέσων ενημέρωσης που αναμασούν καθημερινά τα σημεία συζήτησης με τα οποία τους τροφοδοτεί η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA), οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στην Ουκρανία, τόσο αμάχων όσο και στρατιωτών, είναι αρκετές τάξεις μεγέθους μικρότερες από τον αριθμό των θανάτων που οφείλονται στους πολέμους που έχουν διεξαχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με το βιβλίο The United States of War του David Vine, καθηγητή ανθρωπολογίας στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο:

Εκτιμάται ότι 755.000 έως 786.000 άμαχοι και μαχητές, από όλες τις πλευρές, έχουν πεθάνει μόνο στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, το Πακιστάν και την Υεμένη από τότε που οι αμερικανικές δυνάμεις άρχισαν να πολεμούν στις χώρες αυτές. Ο αριθμός αυτός είναι περίπου πενήντα φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό των νεκρών των ΗΠΑ.

Αλλά αυτός είναι μόνο ο αριθμός των μαχητών και των αμάχων που έχασαν τη ζωή τους στη μάχη. Πολύ περισσότεροι έχουν πεθάνει ως αποτέλεσμα ασθενειών, πείνας και υποσιτισμού που προκλήθηκαν από τους πολέμους και την καταστροφή των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, απασχόλησης, εγκαταστάσεων υγιεινής και άλλων τοπικών υποδομών. Καθώς οι θάνατοι αυτοί εξακολουθούν να υπολογίζονται και να συζητούνται από ερευνητές, το σύνολο τους θα μπορούσε να φτάσει τουλάχιστον τα 3 εκατομμύρια – περίπου διακόσιες φορές τον αριθμό των νεκρών των ΗΠΑ. Μια εκτίμηση 4 εκατομμυρίων νεκρών ίσως να είναι ένας πιο ακριβής, αν και πάλι συντηρητικός, αριθμός.

Εν τω μεταξύ, ολόκληρες γειτονιές, πόλεις και κοινωνίες έχουν καταστραφεί από τους πολέμους υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Ο συνολικός αριθμός των σωματικά και ψυχικά τραυματισμένων ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια. Στο Αφγανιστάν, έρευνες έχουν δείξει ότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού ίσως να έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας, με τους μισούς να υποφέρουν από άγχος και ένας στους πέντε από Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (PTSD). Μέχρι το 2007 στο Ιράκ, το 28% των νέων ήταν υποσιτισμένοι, οι μισοί που ζούσαν στη Βαγδάτη είχαν γίνει μάρτυρες ενός μείζονος τραυματικού γεγονότος και σχεδόν το ένα τρίτο είχε διαγνωσθεί με PTSD. Από το 2019, μόνο στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Υεμένη και τη Λιβύη, περισσότερα από 10 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν πιθανώς εκτοπιστεί από τα σπίτια τους και έχουν γίνει πρόσφυγες στο εξωτερικό ή εσωτερικά εκτοπισμένοι εντός των χωρών τους.

Παράλληλα με τις ανθρώπινες ζημιές, το οικονομικό κόστος των πολέμων που διεξήχθησαν μετά το 2001 υπό την ηγεσία των ΗΠΑ είναι τόσο μεγάλο, που είναι σχεδόν ακατανόητο. Μέχρι το τέλος του 2020 οι Αμερικανοί φορολογούμενοι έχουν ήδη δαπανήσει ή θα πρέπει να αναμένουν ότι τελικά θα δαπανήσουν τουλάχιστον 6,4 τρισεκατομμύρια δολάρια για τους πολέμους μετά το 2001, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών παροχών προς τους βετεράνους και των πληρωμών τόκων για τα χρήματα που δανείστηκαν για να πληρώσουν για τους πολέμους αυτούς. Το πραγματικό κόστος είναι πιθανό να ανέλθει σε επιπλέον εκατοντάδες δισεκατομμύρια ή τρισεκατομμύρια, ανάλογα με το πότε θα τελειώσουν αυτοί οι φαινομενικά ατελείωτοι πόλεμοι. [σελ. xvii-xix]

Στην πραγματικότητα, δεν είναι ορατό το τέλος. Η ανακοίνωση του Μπάιντεν τον Απρίλιο του 2021 ότι θα τερματίσει τον «αιώνιο πόλεμο» στο Αφγανιστάν ήταν ένα κυνικό πρόσχημα για τη στρατηγική αναδιάταξη των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων για άμεση σύγκρουση με τη Ρωσία και την Κίνα.

Όλοι οι πόλεμοι των τελευταίων τριών δεκαετιών έχουν δικαιολογηθεί με κατάφωρα ψέματα, από τα οποία ο ισχυρισμός ότι το Ιράκ διέθετε «όπλα μαζικής καταστροφής» είναι μόνο το πιο περιβόητο – και αποτελεί άμεση παραβίαση του διεθνούς δικαίου.

Στη δίκη της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου του 1946, οι ναζιστές ηγέτες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν με την κατηγορία των «εγκλημάτων κατά της ειρήνης», τα οποία αποτελούν την διεξαγωγή πολέμου ως μέσο κρατικής πολιτικής και όχι ως απάντηση σε άμεση ή επικείμενη απειλή στρατιωτικής επίθεσης. Οι πόλεμοι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού εμπίπτουν στην ποινική κατηγορία των εγκλημάτων κατά της ειρήνης – δηλαδή, πόλεμοι που εξαπολύονται και διεξάγονται για την επίτευξη πολιτικών στόχων.

Το ιστορικό και παγκόσμιο πολιτικό πλαίσιο της παγκόσμιας λαίλαπας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σχετίζεται βαθιά με την κατανόηση του σημερινού πολέμου.

Η διάλυση των σταλινικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και, τελικά, στην ΕΣΣΔ μεταξύ του 1989 και 1991 αφαίρεσαν ακόμη και τα περιορισμένα όρια που είχαν τεθεί πάνω στην άσκηση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως διακήρυξε ο πρόεδρος Τζορτζ Χέρμπερτ Γουόκερ Μπους όταν ξεκίνησε τον πρώτο πόλεμο εναντίον του Ιράκ το 1991, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αποφασισμένες να δημιουργήσουν μια «νέα τάξη πραγμάτων». Αυτό έγινε με την υποστήριξη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, καθώς η Σοβιετική Ένωση εισερχόταν στο τελικό στάδιο διάλυσης και καπιταλιστικής αποκατάστασης.

Το εγχείρημα αυτό καθοδηγείται από ισχυρές αντικειμενικές οικονομικές και γεωστρατηγικές επιταγές. Σε αντίθεση με τα αφηγήματα μετά το 1991, τα οποία παρουσιάζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον αναπόφευκτο και θριαμβευτικό νικητή του Ψυχρού Πολέμου, οι δεκαετίες που προηγήθηκαν της διάλυσης της ΕΣΣΔ ήταν μια περίοδος επιταχυνόμενης αμερικανικής παρακμής.

Η παγκόσμια οικονομική υπεροχή που ασκούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1945 παρήκμασε σημαντικά κατά τις δεκαετίες του 1960, 1970 και 1980. Το θεμέλιο της αμερικανικής παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας – η μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό στην ισοτιμία των 35 δολαρίων ανά ουγγιά που είχε καθιερωθεί στη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς το 1944 – κατέστη μη βιώσιμη καθώς τα εμπορικά ισοζύγια των ΗΠΑ επιδεινώθηκαν. Το σύστημα αναστάλθηκε μονομερώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες τον Αύγουστο του 1971.

Η παρακμή της παγκόσμιας οικονομικής θέσης των ΗΠΑ επιδεινώθηκε από μαχητικές εκρήξεις της εγχώριας ταξικής πάλης, της οποίας ισχυρή έκφραση ήταν το μαζικό κίνημα της μαύρης εργατικής τάξης για τα πολιτικά δικαιώματα. Ταυτόχρονα, η αιματηρή προσπάθεια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να καταστείλει το αντιαποικιακό κίνημα των μαζών σε όλο τον κόσμο – με τον πιο βάναυσο τρόπο στο Βιετνάμ ¬– οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση πλατιών τμημάτων της φοιτητικής νεολαίας και στην ανάδυση ενός τεράστιου αντιπολεμικού κινήματος.

Τα χρόνια μεταξύ 1960 και 1990 στις Ηνωμένες Πολιτείες χαρακτηρίστηκαν από πολιτική αστάθεια και κοινωνική πόλωση. Tαραχές στα αστικά κέντρα, μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας, πολιτικές δολοφονίες και βίαιες και παρατεταμένες απεργίες ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της αμερικανικής πραγματικότητας μεταξύ 1960 και 1990.

Παράλληλα με την κρίση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού εξελισσόταν και η κρίση του σταλινικού καθεστώτος στην ΕΣΣΔ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Σοβιετική Ένωση, έχοντας αναδειχθεί νικήτρια – αν και με τεράστιο ανθρώπινο κόστος – έναντι της ναζιστικής Γερμανίας, έκανε σημαντικές προόδους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά το θεμελιώδες και αναπόφευκτο παράδοξο της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ότι η ανάπτυξη και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της οικονομίας της ενέτεινε την κρίση ολόκληρου του σταλινικού συστήματος, το οποίο βασιζόταν στο εθνικιστικό πρόγραμμα του «σοσιαλισμού σε μια χώρα».

Παρά τους εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης που πραγματοποίησε η Σοβιετική Ένωση τις δύο δεκαετίες μετά τον πόλεμο, η ιδέα μιας εθνικής πορείας προς το σοσιαλισμό διαψεύστηκε από την αντικειμενική πραγματικότητα της παγκόσμιας αγοράς και του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Οι ανισορροπίες και το χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας που ταλαιπωρούσαν τη σοβιετική οικονομία απεικόνιζαν με την πιο ακραία μορφή την αντίφαση, που επηρεάζει όλες τις χώρες, μεταξύ της παγκόσμιας οικονομίας και του συστήματος των εθνικών κρατών.

Η ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομίας απαιτούσε πρόσβαση στους πόρους της παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά η πρόσβαση μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με έναν από τους δύο τρόπους: 1) με την εγκατάλειψη της αρχής του σχεδιασμού, την επαναφορά του καπιταλισμού, τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την ενσωμάτωση των τμημάτων της στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, ή 2) με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, κυρίως στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, και, στη βάση αυτή, την κατάργηση των εθνικών συνόρων και την ανάπτυξη ενός επιστημονικά καθοδηγούμενου δημοκρατικού οικονομικού σχεδιασμού σε παγκόσμια κλίμακα.

Η τελευταία εναλλακτική λύση ήταν αδύνατη στο πλαίσιο του σταλινικού καθεστώτος. Η εθνικιστική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης ήταν άρρηκτα ριζωμένη στα υλικά συμφέροντα της γραφειοκρατίας του Κρεμλίνου. Η συστηματική κατάχρηση της εξουσίας της ήταν το μέσο με το οποίο διατηρούσε την προνομιακή της πρόσβαση στους πόρους της Σοβιετικής Ένωσης. Το Κρεμλίνο έβλεπε με τρόμο την εμφάνιση, εντός της ΕΣΣΔ και διεθνώς, ενός επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης που απειλούσε την εξουσία του.

Ο θάνατος του Στάλιν το 1953 δημιούργησε ψευδαισθήσεις ότι το καθεστώς του Κρεμλίνου θα δρομολογούσε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις που θα υλοποιούσαν την ανανέωση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τον θρίαμβό του διεθνώς. Αυτή η απόρριψη της επιμονής του Τρότσκι στον αντεπαναστατικό χαρακτήρα του σταλινισμού και στην αναγκαιότητα μιας πολιτικής επανάστασης ήταν το θεωρητικό και πολιτικό σήμα κατατεθέν του παμπλικού ρεβιζιονισμού.

Όμως η βίαιη σοβιετική αντίδραση στην εξέγερση στην Ανατολική Γερμανία το 1953 και στην Ουγγρική Επανάσταση του 1956, η σφαγή των εργατών στο Νοβοτσερκάσκ το 1962 και η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 επέδειξαν με αίμα ότι η γραφειοκρατία του Κρεμλίνου δεν θα ανεχόταν μια επαναστατική σοσιαλιστική αμφισβήτηση της εξουσίας της.

Όταν έγινε σαφές – ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πολωνικού κινήματος αλληλεγγύης το 1980–81 (το οποίο αρχικά είχε γνήσιες επαναστατικές δυνατότητες) – ότι το κίνημα κατά της γραφειοκρατίας δεν μπορούσε να κατασταλεί, το Κρεμλίνο άρχισε να επιδιώκει ενεργά την αντεπαναστατική λύση στη συστημική κρίση της σοβιετικής οικονομίας: δηλαδή τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την αποκατάσταση του καπιταλισμού.

Η επιλογή του Γκορμπατσόφ ως ηγέτη του κόμματος το 1985 και η εισαγωγή της περεστρόικα σηματοδότησαν την έναρξη του τελικού κλιμακούμενου σταδίου της σταλινικής αντεπανάστασης ενάντια στην Οκτωβριανή Επανάσταση.

Βασικό στοιχείο της πολιτικής του Γκορμπατσόφ ήταν η ρητή αποκήρυξη ακόμη και της τυπικής ταύτισης της Σοβιετικής Ένωσης με την ταξική πάλη και την αντίθεση στον ιμπεριαλισμό. Το 1989, σε ένα βιβλίο με τίτλο «Περεστρόικα εναντίον σοσιαλισμού», η Διεθνής Επιτροπή εξήγησε:

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νέας σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής είναι η άνευ όρων αποκήρυξη του διεθνούς σοσιαλισμού ως μακροπρόθεσμου στόχου της σοβιετικής πολιτικής, η αποκήρυξη κάθε πολιτικής αλληλεγγύης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων σε όλο τον κόσμο και η ρητή απόρριψη της ταξικής πάλης ως σχετικού παράγοντα στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Οι αλλαγές στη σοβιετική εξωτερική πολιτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη συνεχιζόμενη ενσωμάτωση της οικονομίας στη δομή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι οικονομικοί στόχοι του Κρεμλίνου απαιτούν από τη Σοβιετική Ένωση να αποκηρύξει εμφατικά και άνευ όρων κάθε παρατεταμένη σύνδεση της εξωτερικής της πολιτικής με την ταξική πάλη και τον αντιιμπεριαλισμό σε οποιαδήποτε μορφή. Για το λόγο αυτό ο Γκορμπατσόφ επέλεξε τα Ηνωμένα Έθνη ως φόρουμ για τη δήλωσή του, το Δεκέμβριο του 1988, ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, όπως και η Γαλλική Επανάσταση του 1789, ανήκει σε μια άλλη ιστορική εποχή και χωρίς καμία σχέση με το σύγχρονο κόσμο.

Στον σοβιετικό Τύπο δημοσιεύονται τακτικά άρθρα που καταγγέλλουν την εξωτερική πολιτική των προηγούμενων ηγετών του Κρεμλίνου, όχι για την προδοσία των συμφερόντων του διεθνούς προλεταριάτου, αλλά για την υπερβολικά εχθρική στάση τους απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο βαθμό που η σοβιετική εξωτερική πολιτική αντανακλούσε οποιαδήποτε προστριβή προς τον ιμπεριαλισμό, αυτό γελοιοποιείται ως μια μορφή πολιτικού ανορθολογισμού. Το ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου αποδίδεται τώρα όχι στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, αλλά στην προσήλωση της ΕΣΣΔ σε μια δογματική αντικαπιταλιστική ιδεολογία.

Η θεμελιώδης αντεπαναστατική σταλινική αναθεώρηση του μαρξισμού – ο ισχυρισμός ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να οικοδομηθεί μέσα σε ένα εθνικό πλαίσιο – αντικαταστάθηκε από το καθεστώς Γκορμπατσόφ με το όχι λιγότερο απατηλό και αδαές επιχείρημα ότι η Ρωσία, μόλις εγκατέλειπε τις σοσιαλιστικές της αξιώσεις, θα κατακλυζόταν από πλούτη και θα ενσωματωνόταν ειρηνικά στις δομές του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Η Ρωσία δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος απορρίφθηκε ως ιδεολογικό κατασκεύασμα του μαρξισμού. Μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν με τον πιο έντονο τρόπο αυτές τις απόψεις ήταν ένα νεαρό στέλεχος της σοβιετικής γραφειοκρατίας, ο Αντρέι Κοζύρεφ. Το 1989 έγραψε:

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη μονοπωλιακή αστική τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών στο σύνολό της, πολύ λίγες από τις ομάδες της, και καμία από τις κύριες, συνδέονται με τον μιλιταρισμό. Δεν υπάρχει πλέον καμία ανάγκη να μιλάμε, για παράδειγμα, για στρατιωτική πάλη για τις αγορές ή τις πρώτες ύλες ή για τη διαίρεση και τον επαναχωρισμό του κόσμου.

Διαβάζοντας αυτά τα λόγια σήμερα, εν μέσω της καταστροφής του πολέμου των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας, δεν μπορεί κανείς παρά να εκπλαγεί από το επίπεδο της εξαπάτησης και της αυταπάτης που επικρατούσε στη σοβιετική γραφειοκρατία και νομενκλατούρα καθώς διέλυαν απερίσκεπτα την ΕΣΣΔ. Όμως η απάτη και η αυταπάτη προέκυψαν από τα υλικά συμφέροντα της γραφειοκρατίας καθώς προσπαθούσε να μετατραπεί από μια προνομιούχα κάστα σε μια άρχουσα τάξη. Όσο για τον Κοζύρεφ, έγινε μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών υπό τον Γέλτσιν, λειτουργώντας εξαιτίας της θέσης του ως πράκτορας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεώρησαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ως μια ιστορική ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την αναμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή τους για να αντισταθμίσουν την παρατεταμένη οικονομική τους παρακμή. Αξιοποίησαν αυτή τη «μονοπολική στιγμή» – την απουσία οποιουδήποτε αξιόπιστου στρατιωτικού ανταγωνιστή – για να εδραιώσουν την αδιαμφισβήτητη παγκόσμια ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Όμως το σχέδιο αυτό αποδείχθηκε πιο δύσκολο από ότι περίμεναν οι σχεδιαστές στρατηγικής του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου. Οι πόλεμοι που υποκινήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποστεί ταπεινωτική αποτυχία. Κανένας από τους στρατηγικούς στόχους των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επιτεύχθηκε από τις αιματηρές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Επιπλέον, ενώ οι ΗΠΑ είχαν βαλτώσει στους «αιωνίους πολέμους» τους, η Κίνα αναδείχθηκε σε σημαντικό οικονομικό και δυνητικά στρατιωτικό ανταγωνιστή των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το κυνήγι για ηγεμονία υπονομεύτηκε περαιτέρω από μια σειρά καταστροφικών οικονομικών κρίσεων. Το κραχ της Γουόλ Στριτ το 2008 έφερε ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα στα πρόθυρα της κατάρρευσης, η οποία αποτράπηκε μόνο από μια απελπισμένη διάσωση που απαιτούσε την εισροή τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αλλά χωρίς να επιλυθούν τα υποκείμενα προβλήματα που οδήγησαν στο κραχ του 2008, απαιτήθηκε μια ακόμη μεγαλύτερη διάσωση το 2020 για να σταματήσει ένα ακόμη κραχ της αγοράς που είχε προκληθεί από το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19.

Η πανδημία, η οποία οδήγησε σε ένα εκατομμύριο θανάτους στις Ηνωμένες Πολιτείες και περίπου 20 εκατομμύρια παγκοσμίως, ξεσκέπασε τη δυσλειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ανίκανο να ανταποκριθεί με προοδευτικό τρόπο σε μια μεγάλη κοινωνική κρίση. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει καμία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των καθεστώτων της Ουάσιγκτον και της Μόσχας. Τα γαγγραινώδη έλκη της αμερικανικής κοινωνίας – της πιο άνισης στον κόσμο – έχουν φέρει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα σε σημείο κατάρρευσης. Στις 6 Ιανουαρίου 2021, η υπάρχουσα συνταγματική δομή των Ηνωμένων Πολιτειών σχεδόν ανατράπηκε από ένα φασιστικό πραξικόπημα που οργανώθηκε από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ενώ οι ΗΠΑ ποζάρουν αλαζονικά ως ηγέτες του «Ελεύθερου Κόσμου», η επιβίωση ακόμη και της επίπλαστης δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι, όπως παραδέχθηκε πρόσφατα ο ίδιος ο Μπάιντεν, αμφίβολη.

Αντί να υποχωρήσουν, αντιμέτωπες με τις αποτυχίες της εκστρατείας τους για παγκόσμια ηγεμονία στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες οδηγούνται σε όλο και πιο ακραίες και επικίνδυνες ενέργειες. Στην πραγματικότητα, η σοβαρότητα των εσωτερικών προβλημάτων έχει γίνει ένας σημαντικός παράγοντας που ωθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μέτρα που προηγουμένως αποκλείονταν ως αδιανόητα, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πυρηνικών όπλων.

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες, χρησιμοποιώντας την Ουκρανία ως πληρεξούσιο, υποκίνησαν αυτόν τον πόλεμο κατά της Ρωσίας; Ο Λένιν ανέλυσε τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως μια προσπάθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να ξαναμοιράσουν τον κόσμο. Αυτός ο ορισμός αποτελεί βασικό σημείο αφετηρίας για να κατανοήσουμε γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες, ηγούμενες μιας συμμαχίας ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ, διεξάγουν πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Στο σημερινό πλαίσιο, η αναδιαίρεση του κόσμου σημαίνει να τεθεί η τεράστια έκταση της Ρωσίας, της μεγαλύτερης χώρας του κόσμου, υπό άμεσο ιμπεριαλιστικό έλεγχο.

Στο βαθμό που η Σοβιετική Ένωση διατήρησε έστω και τυπικά την ταύτιση με το σοσιαλισμό και την αντίθεση στον ιμπεριαλισμό, η διάλυσή της αφαίρεσε αυτό που θεωρήθηκε ως πρόκληση για την ιδεολογική και οικονομική νομιμότητα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος στο οποίο κυριαρχούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το καθεστώς μετά το 1991 άνοιξε τη ρωσική οικονομία στις ξένες καπιταλιστικές επενδύσεις. Αλλά το ρωσικό κράτος εξακολουθούσε να κατέχει τεράστιο κομμάτι της παγκοσμίως στρατηγικής σημασίας Ευρασίας. Επιπλέον, οι Ρώσοι ολιγάρχες που απέκτησαν τον έλεγχο της εθνικής οικονομίας ήταν σε θέση να περιορίσουν την πρόσβαση του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στους πόρους της Ρωσίας.

Για να επιτευχθεί το σχέδιο της ηγεμονίας των ΗΠΑ, η απεριόριστη πρόσβαση στους στρατηγικούς πόρους της Ρωσίας και ο έλεγχος του εδάφους της αποτελούν κρίσιμους στόχους από δύο απόψεις.

Πρώτον, ο πραγματικός πλούτος των πόρων της Ρωσίας υπολογίζεται σε δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια. Εκτός από τη νομισματική αξία αυτών των μετάλλων και ορυκτών, πολλοί από αυτούς τους πόρους χαρακτηρίζονται ως στρατηγικά υλικά, απαραίτητα για τις προηγμένες βιομηχανικές οικονομίες του 21ου αιώνα.

Η Ρωσία αποτελεί έναν πραγματικό θησαυρό πολύτιμων φυσικών πόρων, με τεράστια – και σε ορισμένες περιπτώσεις από τα μεγαλύτερα – αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, ξυλείας, χαλκού, διαμαντιών, χρυσού, αργύρου, πλατίνας, ψευδαργύρου, βωξίτη, νικελίου, κασσίτερου, υδραργύρου, μαγγανίου, χρωμίου, βολφραμίου, τιτανίου και φωσφορικών αλάτων. Περίπου το ένα έκτο των παγκόσμιων κοιτασμάτων σιδηρομεταλλεύματος βρίσκεται στη μαγνητική ανωμαλία του Κουρσκ, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία. Άλλα σπάνια μέταλλα που υπάρχουν σε σημαντικές ποσότητες στη Ρωσία είναι το κοβάλτιο, το μολυβδαίνιο, το παλλάδιο, το ρόδιο, το ρουθήριο, το ιρίδιο και το όσμιο. Η Ρωσία αποτελεί επίσης σημαντική πηγή ουρανίου και σπάνιων γαιών. Οι δεύτερες έχουν εξελιχθεί σε σημαντική πηγή παγκόσμιου γεωπολιτικού ανταγωνισμού.

Το γεγονός ότι υπάρχει έντονη σύγκρουση για την πρόσβαση σε αυτούς τους κρίσιμους πόρους είναι γνωστό στους ειδικούς της παγκόσμιας γεωστρατηγικής. Αλλά η συζήτηση για τις πρώτες ύλες και τον έλεγχο του πλούτου της Ρωσίας δεν περνάει στα μαζικά ραδιοτηλεοπτικά, διαδικτυακά και έντυπα μέσα ενημέρωσης, τα οποία προτιμούν να κάνουν το κοινό να πιστεύει ότι ο αμερικανικός και ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός διεξάγουν έναν ευγενή και ανιδιοτελή αγώνα για λογαριασμό της ουκρανικής δημοκρατίας, ακόμη και αν αυτό απαιτεί, έστω και με λύπη, τον εξοπλισμό των φασιστών του Τάγματος του Αζόφ.

Δεύτερον, ο φυσικός έλεγχος του ρωσικού εδάφους είναι ζωτικής σημασίας για αυτό που η Ουάσινγκτον θεωρεί ως την αναπόφευκτη αναμέτρηση με την Κίνα. Όταν έρθει η ώρα του ανοιχτού πολέμου, η υπεράσπιση των Ουιγούρων από τις «γενοκτονικές» διώξεις της Κίνας θα επικαλεστεί όπως σήμερα ο ισχυρισμός για τη «γενοκτονία» των Ουκρανών από τη Ρωσία.

Αναμφίβολα, η έμφαση στη σημασία των πρώτων υλών ως σημαντικό παράγοντα για την υποκίνηση του πολέμου κατά της Ρωσίας θα χλευαστεί ως παράδειγμα «χυδαίου μαρξισμού». Όπως και να έχει, στη μελέτη του για τον ιμπεριαλισμό ο Λένιν έδωσε τεράστια έμφαση στον αγώνα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την εξασφάλιση του ελέγχου των πηγών πρώτων υλών. Όπως έγραψε: «Όσο ψηλότερη είναι η ανάπτυξη του καπιταλισμού, όσο πιο έντονα γίνεται αισθητή η έλλειψη πρώτων υλών, όσο πιο οξύς είναι ο ανταγωνισμός και το κυνήγι για πηγές πρώτων υλών σε ολόκληρο τον κόσμο, τόσο πιο απεγνωσμένος είναι ο αγώνας για την απόκτηση αποικιών».

Ο Λένιν συνέδεσε την επιδίωξη της πρόσβασης και του ελέγχου των πρώτων υλών με την κατάληψη εδαφών και τόνισε, ως βασικό στοιχείο του ιμπεριαλισμού, τη σημασία των προσαρτήσεων.

Φυσικά, υπάρχουν πολλές μορφές με τις οποίες μπορεί να διασφαλιστεί ο εδαφικός έλεγχος, εκτός από την ανοικτή προσάρτηση, που μπορεί να επιτρέψει στους ιμπεριαλιστές να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας της υπόδουλης χώρας. Αλλά η οφθαλμαπάτη δεν θα είναι η πραγματικότητα. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του στο ΝΑΤΟ αναμένουν ότι το τελικό αποτέλεσμα της σύγκρουσης – όσο παρατεταμένη κι αν είναι – θα είναι η καταστροφή της Ρωσίας με τη σημερινή της μορφή.

Η στροφή σε μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική αναφέρθηκε από την Washington Post στις 16 Απριλίου:

Σχεδόν δύο μήνες μετά τη βίαιη επίθεση του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία, η κυβέρνηση Μπάιντεν και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της έχουν αρχίσει να σχεδιάζουν έναν πολύ διαφορετικό κόσμο, στον οποίο δεν θα προσπαθούν πλέον να συνυπάρχουν και να συνεργάζονται με τη Ρωσία, αλλά θα επιδιώκουν ενεργά να την απομονώσουν και να την αποδυναμώσουν ως μέρος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής.

Στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το Πεντάγωνο και τα συμμαχικά υπουργεία, καταρτίζονται σχέδια για την κατοχύρωση νέων πολιτικών σε όλες σχεδόν τις πτυχές της στάσης της Δύσης απέναντι στη Μόσχα, από την άμυνα και τα οικονομικά μέχρι το εμπόριο και τη διεθνή διπλωματία. («Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι σχεδιάζουν τη μακροπρόθεσμη απομόνωση της Ρωσίας»)

Ποιες είναι οι στρατηγικές επιπτώσεις της εγκατάλειψης των προσπαθειών «για συνύπαρξη και συνεργασία με τη Ρωσία»; Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ πιστεύουν ότι δεν είναι δυνατή η «συνύπαρξη» με τη Ρωσία, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι είναι αποφασισμένοι να την καταστρέψουν. Ο «διαφορετικός κόσμος» που οραματίζονται οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις – και για τον οποίο είναι διατεθειμένες να διακινδυνεύσουν πυρηνικό πόλεμο και τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στην πορεία – είναι ένας κόσμος στον οποίο η Ρωσία δεν υπάρχει με τη σημερινή της μορφή.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκαλύπτει τώρα πλήρως τις καταστροφικές συνέπειες της σταλινικής προδοσίας της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αυτή η προδοσία ξεκίνησε με την αποκήρυξη του προγράμματος του σοσιαλιστικού διεθνισμού πάνω στο οποίο ο Λένιν και ο Τρότσκι στήριξαν την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη τον Οκτώβριο του 1917 και την επακόλουθη ίδρυση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών το 1922. Το αντιμαρξιστικό πρόγραμμα του «σοσιαλισμού σε μια χώρα», που αποκαλύφθηκε από τον Στάλιν το 1924, υποδαύλισε την αναβίωση του σοβινισμού της Μεγάλης Ρωσίας που υπονόμευσε την ενότητα των σοσιαλιστικών δημοκρατιών και ενίσχυσε τα αντιδραστικά, αντισοβιετικά και ανοιχτά φασιστικά στοιχεία, ιδιαίτερα στην Ουκρανία – ένα έθνος που καταπιεζόταν βάναυσα υπό τον τσαρισμό και από το οποίο είχαν αναδειχθεί πολλοί από τους μεγαλύτερους ηγέτες του επαναστατικού εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένου του Λέων Τρότσκι.

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1991 ήταν το αποκορύφωμα της σταλινικής αντεπανάστασης. Η ρωσική, η ουκρανική και η διεθνής εργατική τάξη, αντιμέτωπη τώρα με τις συνέπειές της, πρέπει να αντλήσει από αυτή την τεράστια ιστορική εμπειρία τα απαραίτητα πολιτικά διδάγματα.

Σε μια επιστολή προς έναν Ρώσο σοσιαλιστή που αναρτήθηκε στο World Socialist Web Site στις 2 Απριλίου, η Διεθνής Επιτροπή εξήγησε τη βάση αρχών της αντίθεσής της στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, παρά την υποκίνηση της σύγκρουσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το τροτσκιστικό κίνημα, ανέφερε η επιστολή, «δεν βασίζει τη στρατηγική του στα είδη των πραγματιστικών, εθνικά θεμελιωμένων αντιλήψεων που καθορίζουν τις πολιτικές του καπιταλιστικού καθεστώτος στη Ρωσία». Η επιστολή συνεχίζει:

Η υπεράσπιση των ρωσικών μαζών ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεν μπορεί να γίνει με βάση την γεωπολιτική των αστικών εθνών-κρατών. Αντίθετα, ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό απαιτεί την αναγέννηση της προλεταριακής στρατηγικής της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Η ρωσική εργατική τάξη πρέπει να αποκηρύξει ολόκληρο το εγκληματικό εγχείρημα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, που οδήγησε στην καταστροφή, και να αποκαταστήσει την πολιτική, κοινωνική και πνευματική της σύνδεση με τη μεγάλη επαναστατική λενινιστική-τροτσκιστική κληρονομιά της.

Το πρόγραμμα του σοσιαλιστικού διεθνισμού ισχύει για την εργατική τάξη σε όλες τις ιμπεριαλιστικές και καπιταλιστικές χώρες.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι ένα επεισόδιο που θα επιλυθεί σύντομα και θα ακολουθηθεί από μια επιστροφή στην «κανονικότητα». Είναι η αρχή μιας βίαιης έκρηξης μιας παγκόσμιας κρίσης που μπορεί να επιλυθεί μόνο με έναν από τους δύο τρόπους. Η καπιταλιστική λύση οδηγεί σε πυρηνικό πόλεμο, αν και η λέξη «λύση» δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί ορθολογικά σε αυτό που θα ισοδυναμούσε με πλανητική αυτοκτονία. Έτσι, η μόνη βιώσιμη απάντηση, από τη σκοπιά της διασφάλισης του μέλλοντος της ανθρωπότητας, είναι η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση.

Αναπόφευκτα, τίθεται το ερώτημα: Είναι δυνατή η τελευταία εναλλακτική λύση;

Η απάντηση δίνεται από την κατανόηση των αντιφάσεων του σύγχρονου παγκόσμιου καπιταλισμού. Η μεγάλη διαπίστωση του Λένιν, την οποία ανέπτυξε μεταξύ 1914 και 1916, ήταν ότι οι κοινωνικοοικονομικές αντιφάσεις που προκάλεσαν τον παγκόσμιο πόλεμο παρείχαν επίσης την ώθηση για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Η διαπίστωση αυτή τεκμηριώθηκε με το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης το 1917.

Στην παρούσα κρίση, η αντίληψη του Λένιν – που αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Τρότσκι και την Τέταρτη Διεθνή – τεκμηριώνεται με την ταχεία κλιμάκωση της ταξικής πάλης σε όλο τον κόσμο. Τα απερίσκεπτα μέτρα που έλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ για την απομόνωση της Ρωσίας έχουν επιδεινώσει σε τεράστιο βαθμό τις ήδη πολύ προχωρημένες οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις που πλήττουν κάθε καπιταλιστικό καθεστώς. Μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες σαρώνουν όλο τον κόσμο. Η εργατική τάξη και οι καταπιεσμένες μάζες δεν θα δεχτούν την εξαθλίωση και την πείνα προς το συμφέρον της εγκληματικά τρελής επιδίωξης των ιμπεριαλιστικών κυρίαρχων ελίτ για παγκόσμια κυριαρχία.

Όπως εξήγησε ο Τρότσκι, η στρατηγική της Τέταρτης Διεθνούς δεν βασίζεται στον χάρτη του πολέμου, αλλά στον χάρτη της παγκόσμιας ταξικής πάλης.

Ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς του 2022 πρέπει να είναι αφοσιωμένος στην ενοποίηση της διεθνούς εργατικής τάξης σε έναν παγκόσμιο αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τη βασική του αιτία, το καπιταλιστικό σύστημα.

Η στρατηγική και το πρόγραμμα με βάση τα οποία η Διεθνής Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς θα αναπτύξει αυτό το ιστορικό κίνημα θα είναι το θέμα του διαδικτυακού συλλαλητηρίου που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 1 Μαΐου.

Για να εγγραφείτε στο Διεθνές Διαδικτυακό Συλλαλητήριο της Πρωτομαγιάς, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα wsws.org/mayday για περισσότερες πληροφορίες.

Loading